Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτο- [afto] 1st me of cpds (L)
- ① vbs or adjs oneself or itself, self-, e.g., αυτοακρωτηριάζομαι, αυτοδιαθέτομαι, αυτοθαμπώνομαι, αυτοσαρκάζομαι, αυτοακυρώνομαι, αυτοδιαπλάσσομαι, αυτοκατάκριτος, αυτοσατιρίζομαι, αυτοαναγορεύομαι, αυτοδιαφημιζόμενος, αυτοκαταστρεφόμενος, αυτοστεφανώνομαι, αυτοαπελευθερώνομαι, αυτοδιεγείρομαι, αυτοκολακευτικός, αυτοστιγματίζομαι, αυτοαποκαλύπτομαι, αυτοδοξάζομαι, αυτοκρινόμενος, αυτοσυγκρατημένος, αυτοαφανίζομαι, αυτοδυσφημίζομαι, αυτολιβανιζόμενος, αυτοτιμώμαι, αυτοαφοπλίζομαι, αυτοεγκωμιάζομαι, αυτομακαρίζομαι, αυτοϋψώνομαι, αυτοαχρηστεύομαι, αυτοεκλέγομαι, αυτομειωτικός, αυτοφυλακίζομαι, αυτοβαθμολογούμαι, αυτοεξαφανιζόμενος, αυτοορίζομαι, αυτοψυχογραφούμαι, αυτοβραβεύομαι, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοπαρατηρούμαι, αυτοψυχολογούμαι, αυτογύμναστος, αυτοερεθίζομαι, αυτοπεριγράφομαι etc αυτοδεσμευμένος, αυτοζωγραφίζομαι, αυτοπροστατεύομαι
- ⓐ nouns of o.s. or itself, self-, e.g., αυτοαντίληψη, αυτοεκδήλωση, αυτοθεωρία, αυτοπροβιβασμός, αυτοαπαγχονισμός, αυτοεμπρησμός, αυτοκαθοδήγηση, αυτοπροφύλαξη, αυτογελοιογραφία, αυτοενημέρωση, αυτοκατάργηση, αυτοσκοτωμός, αυτοδαμασμός, αυτοενοχοποίηση, αυτοκαταφρόνηση, αυτοσπαραγμός, αυτοδιαβεβαίωση, αυτοεξάλειψη, αυτοκολασμός, αυτοτιμωρησία, αυτοδιάγνωση, αυτοεξύψωση, αυτομαστίγωμα, αυτοτύφλωση, αυτοδιαπαιδαγώγηση, αυτοεπίδειξη, αυτομεταμόρφωση, αυτοφθορά, αυτοδιαφώτιση, αυτοεπίπληξη, αυτομίμηση, αυτοφιλία, αυτοδιόρθωση, αυτοεπιτήρηση, αυτοπαίδευση, αυτοχλευασμός, αυτοδοκιμασία, αυτοευχαρίστηση, αυτοπροαγωγή etc
- ⓑ with, to, or for o.s., e.g., αυτοδιαμορφώνω, αυτονομοθεσία, αυτοσύμβαση, αυτοϋποστήριξη, αυτοκαθετηριασμός, αυτοπειραματισμός, αυτοσυνέπεια etc
- ⓒ against o.s., e.g., αυτοεπιθετικότητα, αυτοκάκωση, αυτοκαταψήφιση, αυτοράπισμα, αυτοϋπονόμευση etc.
- ⓓ within o.s., e.g., αυτοκατάδυση, αυτοπερισυλλογή etc.
- ② by or through one's own free will, independent(ly), self-, e.g., αυτογνωμία, αυτοκαθορισμένος, αυτοπροαίρεση, αυτόθετος, αυτοκυβερνησία, αυτοστρατευμένος etc
- ⓔ by one's own means or power, self-, e.g., αυτοθεμελιούμενος, αυτοκαλλιεργούμενος, αυτοπρόσκλητος, αυτοφύομαι, αυτοθερμαίνομαι, αυτοκινησία, αυτοσυντηρούμενος, αυτοωρίμανση etc
- ⓕ without external intervention, automatical(ly), self-, auto-, e.g., αυτογεμίζομαι, αυτολιπαινόμενος, αυτοπολυμερισμός, αυτοταλάντωση, αυτοευθυγραμμιζόμενος, αυτοξίδωση, αυτορυθμίζομαι etc αυτοκλειδωνόμενος, αυτοπεριστροφή, αυτοσυντονίζομαι
- ③ of or in o.s. or itself, inherently, e.g., αυτοβέβαιος, αυτόκοσμος, αυτοΰπαρξη, αυτοφανέρωτος, αυτοζωία, αυτοΰλη, αυτουσία etc
- ⓖ one's own, personal, e.g., αυτοέμπνευση, αυτομαρτυρία, αυτόμοχθος etc
[fr kath αυτο- ← MG, PatrG ← K, AG αὐτο- der of αὐτός]



