Διδακτικά Βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Η άδεια ηδονή του ποδοσφαίρου

MARIO VARGAS LLOSA

Πριν από μερικά χρόνια παρακολούθησα μια εξαιρετική διάλεξη του λαμπρού βραζιλιάνου ανθρωπολόγου Ρομπέρτο ντα Μάτα, όπου ο επιστήμων εξηγούσε ότι η δημοτικότητα του ποδοσφαίρου εκφράζει μια έμφυτη επιθυμία για νομιμότητα, ισότητα και ελευθερία. Το επιχείρημα του ήταν έξυπνο και διασκεδαστικό. Υποστήριζε ότι το κοινό θεωρεί το ποδόσφαιρο ένα είδος πρότυπης κοινωνίας - μιας κοινωνίας που διέπεται από σαφείς και απλούς νόμους που ο καθένας κατανοεί και παρατηρεί και οι οποίοι, αν παραβιαστούν, θα σημάνουν την άμεση τιμωρία των ενόχων.

Το γήπεδο ποδοσφαίρου είναι χώρος ισότητας που αποκλείει την ύπαρξη ευνοιοκρατίας και προνομίων. Εδώ στο γρασίδι με τις διαχωριστικές λευκές γραμμές, ο καθένας εκτιμάται γι' αυτό που είναι για την ικανότητα, την αφοσίωση, την εφευρετικότητα και την αποτελεσματικότητα του. Τα ονόματα, το χρήμα και η επιρροή δεν μετρούν διόλου όταν πρέπει κανείς να βάλει γκολ και να κερδίσει τις επευφημίες και τα χειροκροτήματα των θεατών στις κερκίδες. Ο παίκτης ποδοσφαίρου ασκεί τη μόνη μορφή ελευθερίας που εκχωρεί η κοινωνία στα μέλη της χωρίς να κινδυνεύει να διαλυθεί: να κάνουν ό,τι τους αρέσει εφόσον αυτό δεν απαγορεύεται από κανόνες που όλοι αποδέχονται.

Αυτό τελικώς ξυπνά τα πάθη στα πλήθη που σε ολόκληρο τον κόσμο συρρέουν στα γήπεδα, παρακολουθούν ποδοσφαιρικούς αγώνες στην τηλεόραση και μαλώνουν για τα είδωλα του ποδοσφαίρου: ο κρυφός φθόνος, η ασυνείδητη νοσταλγία για έναν κόσμο που σε αντίθεση με αυτόν στον οποίο ζουν -που είναι γεμάτος αδικίες, διαφθορά, ατιμία και βία- τους προσφέρει αρμονία, δικαιοσύνη και ισότητα.

Θα μπορούσε αυτή η ωραία θεωρία να είναι αληθινή; Μακάρι, διότι τίποτε δεν θα ήταν θετικότερο για το μέλλον της ανθρωπότητας, από πλήθη που τρέφουν στις καρδιές τους ανάλογα αισθήματα πολιτισμού. Όπως όμως συμβαίνει συνήθως, η πραγματικότητα ξεπερνά τη θεωρία -αποδεικνύοντας ότι αυτή είναι ελλιπής. Οι θεωρίες είναι πάντα λογικές, πνευματικές (ακόμη και αυτές που πρεσβεύουν τον παραλογισμό και την τρέλα) στην κοινωνία όμως, στην ανθρώπινη συμπεριφορά, το υποσυνείδητο, το παράλογο και ο αυθορμητισμός παίζουν πάντα έναν ρόλο, αναπόφευκτο και ανυπολόγιστο.

Γράφω αυτές τις γραμμές καθισμένος σε μια κερκίδα του γηπέδου Nou Camp, μερικά λεπτά πριν από την έναρξη του αγώνα Αργεντινής - Βελγίου, με τον οποίο θα αρχίσει αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο (Ισπανία 1982). Οι οιωνοί είναι θετικοί: ένας λαμπρός ήλιος, ένα εντυπωσιακό πολύχρωμο πλήθος που ανεμίζει ισπανικές, καταλανικές, αργεντίνικες και μερικές βελγικές σημαίες θορυβώδη πυροτεχνήματα μια γιορτινή ατμόσφαιρα και χειροκροτήματα για τους χορούς και τις γυμναστικές επιδείξεις που προθερμαίνουν την ατμόσφαιρα πριν από την έναρξη του αγώνα.

Αυτός ο κόσμος είναι πολύ πιο εντυπωσιακός από αυτόν που βρίσκεται έξω από το γήπεδο και τον κόσμο που χειροκροτεί τους χορούς και τα σχέδια που διαγράφουν με τα σώματα τους χιλιάδες νέοι στο γρασίδι. Ένας κόσμος χωρίς πολέμους όπως αυτούς στον Νότιο Ατλαντικό και στο Λίβανο, τους οποίους το Παγκόσμιο Κύπελλο υποβίβασε στη δεύτερη θέση στο μυαλό χιλιάδων οπαδών ανά τον κόσμο και αυτοί όπως και εμείς εδώ στις κερκίδες, δεν θα σκέφτονται, για τις επόμενες δύο ώρες, τίποτε άλλο παρά μόνο τις πάσες και τις μπαλιές των 22 παικτών των ομάδων της Αργεντινής και του Βελγίου, στον εναρκτήριο αγώνα της διοργάνωσης.

Ίσως η εξήγηση αυτού του σύγχρονου εντυπωσιακού φαινομένου, του πάθους για το ποδόσφαιρο -του αθλήματος που έχει αναχθεί σε θρησκεία με τους περισσότερους οπαδούς- είναι ενδεχομένως λιγότερο περίπλοκη από ό,τι πιστεύουν οι κοινωνιολόγοι και οι ψυχολόγοι. Το ποδόσφαιρο μπορεί απλώς να προσφέρει στους ανθρώπους αυτό που με δυσκολία έχουν: μια ευκαιρία να διασκεδάσουν, να ενθουσιαστούν, να νιώσουν έντονες συγκινήσεις που σπανίως τους προσφέρει η ρουτίνα της καθημερινότητας.

Η επιθυμία για διασκέδαση, για απόλαυση, είναι η πλέον θεμιτή φιλοδοξία - ένα δικαίωμα εξίσου ισχυρό με την επιθυμία για τροφή και εργασία. Για πολλούς, σύνθετους λόγους, το ποδόσφαιρο σήμερα καλύπτει αυτές τις ανάγκες πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο άθλημα. Όσοι από εμάς απολαμβάνουν το ποδόσφαιρο δεν εκπλήσσονται από τη μεγάλη δημοτικότητα του ως τρόπου συλλογικής διασκέδασης. Υπάρχουν, ωστόσο, πολλοί που το καταλαβαίνουν και το επικρίνουν. Το θεωρούν αξιοθρήνητο διότι, όπως ισχυρίζονται, διαβρώνει και φτωχαίνει τις μάζες - τις αποσπά από τα σημαντικά ζητήματα. Όσοι σκέφτονται όμως με αυτό το τρόπο ξεχνούν ότι είναι σημαντικό να διασκεδάζει κανείς.

Ξεχνούν, επίσης ότι αυτό που χαρακτηρίζει τη διασκέδαση, όσο έντονη και ενδιαφέρουσα και αν είναι (και ένας καλός αγώνας ποδοσφαίρου είναι απίστευτα έντονος και ενδιαφέρων), είναι το ότι είναι εφήμερη, μη υπερβατική και αβλαβής. Ένα πείραμα όπου το αποτέλεσμα εξαφανίζεται ταυτόχρονα με την αιτία. Ο αθλητισμός, για όσους τον αγαπούν, είναι η αγάπη για τη μορφή, ένα θέαμα που δεν υπερβαίνει τη φυσική, την αισθητηριακή, τη στιγμιαία συγκίνηση. Ένα θέαμα που σε αντίθεση με ένα βιβλίο ή ένα έργο σπάνιο αφήνει ίχνη στη μνήμη και δεν εμπλουτίζει ούτε φτωχαίνει τη γνώση. Αυτή είναι και η γοητεία του, είναι συναρπαστικό και κενό. Γι' αυτό ακριβώς έξυπνοι και ανόητοι, καλλιεργημένοι και ακαλλιέργητοι μπορούν να απολαύσουν εξίσου το ποδόσφαιρο. Αλλά αρκετά για τώρα. Οι ομάδες βγαίνουν στον αγωνιστικό χώρο. Ο Βασιλιάς έφθασε. Το Παγκόσμιο Κύπελλο έχει επισήμως αρχίσει. Το παιχνίδι αρχίζει. Αρκετά με το γράψιμο. Ας διασκεδάσουμε και λίγο.

Ο Mario Vargas Llosa είναι συγγραφέας.