Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Γνώμες-Σχόλια :: Ανάλυση

( γνωμη - γιατί δεν είναι πολιτικό έγκλημα :: 04-03-2003) 

ΓΝΩΜΗ Γιατί δεν είναι πολιτικό έγκλημα

Η δράση τους προσβάλλει όχι μόνο τα θύματα αλλά όλη την κοινωνία

ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ

Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο πολιτικός χαρακτήρας ενός εγκλήματος συνεπάγεται τη δυνατότητα να αποδοθεί το έγκλημα σε «μη ταπεινά» αίτια, δηλαδή αίτια που αναγνωρίζονται από τον νόμο ως ελαφρυντική περίσταση, η οποία δικαιολογεί επιβολή μειωμένης ποινής (π.χ. πρόσκαιρης αντί ισόβιας κάθειρξης). Βέβαιη συνέπεια εξάλλου του χαρακτηρισμού ενός εγκλήματος ως πολιτικού είναι ότι το έγκλημα αυτό δικάζεται, κατά το Σύνταγμα, από τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια (όπου μετέχουν και ένορκοι) και όχι μόνον από τακτικούς δικαστές. (Άλλες συνέπειες δεν θα εξετασθούν εδώ, είτε γιατί έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου, όπως η απαγόρευση της θανατικής ποινής που σήμερα ισχύει πλέον για όλα τα εγκλήματα, είτε γιατί δεν έχουν, για κάθε συνετά σκεπτόμενο, πιθανότητα εφαρμογής, όπως η παροχή αμνηστίας, η αναστολή της ποινικής δίωξης και η έκδοση).

Ως προς τα «μη ταπεινά» αίτια, που συνιστούν ελαφρυντική περίσταση για τον δράστη, κακώς πιστεύεται ότι στα αίτια αυτά εμπίπτουν εξ ορισμού τα πολιτικά - ιδεολογικά κίνητρα. Μπορεί κάλλιστα τα τελευταία να είναι ταπεινά. Και ο Χίτλερ είχε πολιτικοϊδεολογικά κίνητρα όταν διέπραττε τη γενοκτονία, ή οι συνταγματάρχες όταν επέβαλλαν τη δικτατορία τους στην Ελλάδα. Η ελληνική Δικαιοσύνη ορθώς δεν αναγνώρισε στους τελευταίους ελαφρυντικά. Οι πολιτικές μας απόψεις δεν καθιστούν κατ' ανάγκην τα κίνητρά μας ευγενή.

Τα μέλη της 17Ν ανέπτυξαν δραστηριότητα με τεράστια κοινωνική απαξία, μεγαλύτερη από ό,τι αυτή του κοινού εγκλήματος. Η δράση τους προσβάλλει όχι μόνο τα συγκεκριμένα θύματα, αλλά όλη την κοινωνία. Πολιτικά κίνητρα που οδηγούν σε στυγνή και απάνθρωπη περιφρόνηση της αξίας της ανθρώπινης ζωής δείχνουν βαρβαρότητα, όχι ευγένεια ψυχής. Η συνεχής μάλιστα και κατ' επάγγελμα επανάληψη της δράσης αυτής επί 27 χρόνια, παρά την πρόδηλη ματαιότητά της στην επίτευξη πολιτικών στόχων και την έλλειψη στοιχειώδους αναλογίας μεταξύ μέσου και επιτεύξιμου στόχου, δείχνει και κάτι άλλο. Ότι οι δράστες, ενώ έπρεπε να είχαν αντιληφθεί το απρόσφορο των ενεργειών τους για την επίτευξη αυτή, έβρισκαν ικανοποίηση από τη συνέχιση της δράσης τους για άλλους προφανώς λόγους.

Δεν μπορούν, επομένως, τα ενδεχόμενα πολιτικά κίνητρα της 17Ν να θεωρηθούν ελαφρυντικά για τις εν ψυχρώ δολοφονίες και ληστείες της. Και είναι περισσότερο οι ιδεολόγοι και μάλιστα οι αριστεροί ιδεολόγοι που θα έπρεπε να ενοχλούνται από τη δράση της που μιαίνει της ιδέες, για τις οποίες οι δράστες ισχυρίζονται ότι αγωνίζονταν.

Μένει να εξετασθεί αν η δράση τρομοκρατών που έχουν πολιτικά κίνητρα και στόχους υπάγεται στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος, που κατά το άρθρο 97 του Συντάγματος πρέπει να δικάζεται από Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια (στα οποία μετέχουν και ένορκοι). Ανεξάρτητα από το ότι τα υποκειμενικά κριτήρια, όπως τα παραπάνω, δεν αρκούν για να καταστήσουν το έγκλημα πολιτικό, η έννοια αυτή δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τον σκοπό κάθε φορά της διάταξης νόμου που τη χρησιμοποιεί. Συνήθως επιχειρείται ο ορισμός του πολιτικού εγκλήματος αποκομμένα από τις ανάγκες που υπηρετεί η χρήση της έννοιας αυτής στον νόμο. Η έννοια υπερτονίζεται, σχεδόν μυθοποιείται, σαν να εξαρτώνται όλα από την ένταξη μιας περίπτωσης σ' αυτήν, ενώ οι εξυπηρετούμενες ανάγκες ξεχνιούνται. Σήμερα όμως η εννοιοκρατία στο Δίκαιο έχει ξεπερασθεί. Οι έννοιες δεν υπάρχουν για χάρη των εννοιών. Ερμηνεύονται σύμφωνα με τον σκοπό για τον οποίο ο νόμος τις χρησιμοποιεί, υποβαλλόμενες ακόμη και σε διεύρυνση ή στένευση για να εξυπηρετηθεί ο σκοπός αυτός. Μπορεί σε άλλες διατάξεις νόμου το εύρος της έννοιας «πολιτικό έγκλημα» να είναι διαφορετικό, αλλά στο άρθρο 97 του Συντάγματος το πολιτικό έγκλημα δεν περιλαμβάνει τρομοκρατικές οργανώσεις του τύπου της 17Ν.

Το Σύνταγμα με τη διάταξη του άρθρου 97 θέλησε τη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στην εκδίκαση αυτής της κατηγορίας εγκλημάτων, έχοντας υπόψη του όχι θεωρητικές έννοιες και επιστημονικές συζητήσεις, αλλά την ελληνική ιστορική εμπειρία, όπου στις πολιτικές δίκες οι θέσεις και η δράση των κατηγορουμένων είχαν ευρύτερα λαϊκά ερείσματα, πολλές φορές μάλιστα δίχαζαν τον λαό και εν πάση περιπτώσει χαρακτηρίζονταν από μαζική στήριξή τους. Η μερική λαϊκή στήριξη δικαιολογούσε τη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου. Αντίθετα, η τρομοκρατία στην Ελλάδα κατά τη διαδρομή της έμεινε αποξενωμένη από οποιοδήποτε μαζικό κίνημα. Από την οργάνωση και τη δράση τους λείπει ακριβώς το παραπάνω καίριο στοιχείο, που είχε ο συνταγματικός νομοθέτης στον νου του (ιστορικά και τελολογικά, σύμφωνα με τον νομοθετικό σκοπό), όταν θέσπιζε τη διάταξη του άρθρου 97. Γι' αυτό ακριβώς το πολιτικό έγκλημα, κατά τη διάταξη αυτή, δεν συμπεριλαμβάνει τη δράση της 17Ν. Αυτό το γνώριζε ο νομοθέτης όταν πέρυσι ψήφιζε τον νόμο που μετέφερε την αρμοδιότητα εκδίκασης των σχετικών πράξεων στους τακτικούς δικαστές. Μολονότι για άλλες ανάγκες είναι δυνατό να χρησιμοποιήσει κανείς ευρύτερα ή στενότερα τον όρο «πολιτικό έγκλημα», ας σημειωθεί ότι, γενικότερα, η νομολογία μας έχει ήδη εξαιρέσει την τρομοκρατία από την έννοια του πολιτικού εγκλήματος, αλλά και η διεθνής αντίληψη, όπως αποτυπώνεται σε διεθνείς συμβάσεις, ρητώς διαχωρίζει το τρομοκρατικό έγκλημα από το πολιτικό.