Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Γνώμες-Σχόλια :: Ανάλυση

( τριτη αποψη - «άνοιγμα» σε... χάρτινα ποδάρια! :: 03-03-2003) 

ΤΡΙΤΗ ΑΠΟΨΗ «Άνοιγμα» σε… χάρτινα ποδάρια!

Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και δημόσια χρηματοδότηση

ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ

Η αύξηση των θέσεων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στη χώρα μας που το 2002 έδωσε «κάρτα εισόδου» στα ΑΕΙ - ΤΕΙ στο 50% των νέων, οι οποίοι ξεκίνησαν πριν από δώδεκα χρόνια τη σχολική τους σταδιοδρομία, παρουσιάστηκε σαν το «happy end» ενός χρόνιου αιτήματος της ελληνικής κοινωνίας που συνοψιζόταν στη διεύρυνση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

Ωστόσο, όσοι κοιτάνε το τυρί χάνουν τη φάκα. Γιατί αν ανακατέψει κανείς το «σύννεφο σκόνης» των επίσημων διακηρύξεων που περιορίζει το οπτικό πεδίο, θα καταλάβει γρήγορα ότι η θετική εξέλιξη του «ανοίγματος» της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στηρίζεται σε «χάρτινα» υποστυλώματα, καθώς είναι ναρκοθετημένη στα θεμέλια και στην προοπτική της. Η κρατική επιχορήγηση δεν επαρκεί, όχι για την ανανέωση και τον εκσυγχρονισμό της υποδομής, αλλά ούτε για τη συντήρηση-επισκευή της υπάρχουσας. Μόλις που καλύπτει τα λειτουργικά έξοδα εκπαιδευτικού χαρακτήρα και μάλιστα σε επίπεδα χαμηλών ρυθμών/αποδόσεων, με αποτέλεσμα να έχει γίνει αισθητή η έκπτωση του επιπέδου σπουδών με την αύξηση των εισακτέων.

Σταθμίζοντας το πηλίκο του κλάσματος εξέλιξη του φοιτητικού πληθυσμού / εξέλιξη των δημοσίων δαπανών για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση θα αποκαλυφθεί ότι η «διεύρυνση» που έλαβε χώρα στα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ τα τελευταία χρόνια ουσιαστικά δεν χρηματοδοτήθηκε Από τα στοιχεία της Eurostat που συγκρίνουν τις δαπάνες των 15 χωρών της Ε.Ε. διαπιστώνεται ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση και μάλιστα σε μεγάλη απόσταση από το μέσο όρο - κάτω από 50% - για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα δαπανά μόλις το 40,7% του μέσου όρου της Ε.Ε., ανά φοιτητή ενώ η προτελευταία Ισπανία το 69,4%. Στις πρώτες θέσεις βρίσκονται η Σουηδία (167,3%), η Ολλανδία (159%) και η Αυστρία (147,5%).

Οι φοιτητές αυξάνονται, αλλά οι δημόσιες δαπάνες για κάθε φοιτητή της Ανωτάτης Εκπαίδευσης μειώνονται δραματικά. Μια ματιά στους «προϋπολογισμούς» της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης π.χ. για τα έτη 2001 και 2002, όπου, ούτε λίγο ούτε πολύ, πέτυχαν την εισαγωγή τους στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση περίπου 150 χιλιάδες νέοι, μπορεί να φωτίσει την απάντηση. Για τα ΑΕΙ προϋπολογίστηκε το 2001 να διατεθούν μόλις 603.794.667,64 ευρώ και για το 2002 617.377.700 ευρώ (+ 2,24%), ενώ χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των ΤΕΙ: την ίδια στιγμή που με τυμπανοκρουσίες ανακοινώνεται η «ανωτατοποίησή» τους, οι δαπάνες του προϋπολογισμού για το 2002 μόλις φθάνουν τα 223.286.000 ευρώ. Οι δαπάνες για τα συγγράμματα από 6,1 δισ. δρχ. το 2000 προϋπολογίζονται σε 6,7 δισ. δρχ. το 2001, για τη φοιτητική μέριμνα - και παρ' όλη τη μεγάλη αύξηση του αριθμού των φοιτητών, συνεπώς και των αναγκών - από 7,7 δισ. δρχ. το 2000 προϋπολογίζονται σε 8,4 δισ. δρχ. το 2001. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μια περίοδο όπου το πρόβλημα της στέγασης των φοιτητών-σπουδαστών των ΤΕΙ και ΑΕΙ είναι οξύτατο, η επιχορήγηση προς το Εθνικό Ίδρυμα Νεότητας, το οποίο έχει την ευθύνη των φοιτητικών και σπουδαστικών εστιών, γίνεται 12 δισ. δρχ. το 2001 από 12,6 δισ. δρχ. το 2000.

Είναι φανερό ότι η διεύρυνση της πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση πραγματοποιείται κάτω από συνθήκες ουσιαστικής απο-χρηματοδότησής της, γεγονός που φαίνεται να «πριμοδοτεί» την οικοδόμηση του μαζικού υποχρηματοδοτούμενου και υποβαθμισμένου Πανεπιστημίου με αντίστοιχα υποβαθμισμένα και απαξιωμένα διαπιστευτήρια, που ωθείται να αναζητά πόρους από τα κοινοτικά «πακέτα», την αγορά, από δίδακτρα, από ίδιες επιχειρηματικές δραστηριότητες και από τις παρακρατήσεις αμοιβών των μελών ΔΕΠ που ασκούν ελευθέριο επάγγελμα. Από την άλλη, η επιχειρούμενη προσπάθεια αντικατάστασης των Δημοσίων Επενδύσεων από κονδύλια του Γ' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης με διαδικασίες υποβολής προτάσεων, που εμπεριέχουν μελέτες σκοπιμότητας, οι οποίες θα κριθούν με άγνωστες διαδικασίες και θα πρέπει να είναι σύμφωνες με τις προτεραιότητες της Ε.Ε., συμπληρώνουν την εικόνα του επιχειρηματικού πανεπιστημίου που αφήνεται έρμαιο στα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων και στις λεγόμενες δυνάμεις της αγοράς, αφού ακόμα και στην εκπαίδευση των φοιτητών εισάγεται ο ανταγωνισμός. Στα πλαίσια αυτά δεν είναι καθόλου τυχαία η επισήμανση που έγινε από την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ), σύμφωνα με την οποία οι ίδιοι οι εργαζόμενοι πρέπει να «αναλαμβάνουν σημαντικό μέρος της ευθύνης για την προσωπική τους μόρφωση. Κατά συνέπεια, η εκπαίδευση μετατρέπεται από κοινωνικό δικαίωμα σε υποχρέωση του εργαζομένου».