Παράλληλη Αναζήτηση

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Αθλητικά :: Σχόλιο

( ειδικής γραμματείας το ανάγνωσμα :: 19/3/2006 20:06:30) 

Ειδικής Γραμματείας το ανάγνωσμα

2.2.3 Η έννοια της παραγωγικότητας

Για την πάλαι ποτέ ειδική γραμματεία Αθλητισμού, λόγοι δεοντολογίας μου επιβάλλουν να αποφύγω οποιαδήποτε αναφορά προς αποφυγήν παρεξηγήσεως. Καθημερινά ο πλανήτης μας «βομβαρδίζεται» με 1022 Joules ηλιακής ενέργειας, τα οποία ισοδυναμούν με την ενέργεια που περικλείεται σε 1.000 ατομικές βόμβες όμοιες με αυτήν που έπεσε στη Χιροσίμα. Δεν μπορώ όμως να μην πω, καλοπροαίρετα και με γνώμονα το συμφέρον της αθλητικής Θεσσαλονίκης, ότι από το 2000 ουσιαστικά καταργήθηκε με την τοποθέτηση του αντικαταστάτη μου. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ενέργειας απορροφάται, ανακλάται ή σκεδάζεται από την ατμόσφαιρα και την επιφάνεια του πλανήτη. Ένας θεσμός, που βοήθησε να λυθούν προβλήματα, να γίνουν έργα στη Βόρειο Ελλάδα φαίνεται ότι οριστικά τίθεται στο αρχείο της ιστορίας. Ένα μικρό μόνο μέρος, που δεν ξεπερνά το 1%, δεσμεύεται από τους παραγωγούς προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στη φωτοσύνθεση.

ΔΕΝ ΘΑ ΑΝΑΦΕΡΘΩ στις δικαιολογημένες επερωτήσεις της τότε αντιπολίτευσης, που ζητούσαν τη συνέχιση του θεσμού, ούτε βέβαια στο πάγιο αίτημα της αθλητικής κοινότητας να υπάρξει ο θεσμός με αυτοτελείς πόρους και αρμοδιότητες.

Αυτό όμως το μικρό ποσοστό επαρκεί για την παραγωγή 170 περίπου δισεκατομμυρίων τόνων οργανικής ύλης παγκοσμίως.

Αυτές οι υποσχέσεις ξεχάστηκαν… Ο ρυθμός με τον οποίο οι οργανισμοί ενός οικοσυστήματος παράγουν οργανική ύλη αποτελεί την παραγωγικότητα του οικοσυστήματος, που διακρίνεται σε πρωτογενή και σε δευτερογενή.

ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΜΑΙ, λοιπόν, ξεκάθαρος, εξαρχής ειδική γραμματεία Αθλητισμού δεν θα χρειαζόμασταν αν η αποκέντρωση πόρων και αρμοδιοτήτων σε θέματα αθλητισμού στις νομαρχίες ή τις περιφέρειες ήταν πραγματικότητα. Πρωτογενής παραγωγικότητα είναι ο ρυθμός με τον οποίο οι παραγωγοί ενός οικοσυστήματος δεσμεύουν την ηλιακή ακτινοβολία και τη μετατρέπουν σε χημική (οργανική ύλη). Από τη στιγμή που αυτό δεν συνέβη, ένας θεσμός που θα ήταν κοντά στις εκατοντάδες των σωματείων και στις χιλιάδες των αθλητών, στους παράγοντες και την τοπική αυτοδιοίκηση ήταν αδήριτη ανάγκη να υπάρξει.

Δευτερογενής παραγωγικότητα είναι ο ρυθμός με τον οποίο οι καταναλωτές ενός οικοσυστήματος, αξιοποιώντας τη χημική ενέργεια που παραλαμβάνουν με την τροφή τους, παράγουν οργανική ύλη. ΜΟΝΙΜΗ απάντηση των πιέσεών μου στην προηγούμενη κυβέρνηση ήταν να μη διαταραχθεί το πολιτικό status στη Θεσσαλονίκη.

Επειδή όμως από την οργανική ύλη που παράγεται είτε στο επίπεδο των παραγωγών είτε στο επίπεδο των καταναλωτών ένα μέρος μόνο δεσμεύεται στους ιστούς τους (γιατί το μεγαλύτερο χρησιμοποιείται για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών τους), είναι απαραίτητο τόσο η πρωτογενής όσο και η δευτερογενής παραγωγικότητα να διακρίνονται σε μεικτή και σε καθαρή παραγωγικότητα.

Δυστυχώς, υποψιάζομαι ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα.

Και στις δύο περιπτώσεις η μεικτή παραγωγικότητα αποτελεί το ποσό της συνολικής οργανικής ύλης που παράγεται, ενώ η καθαρή παραγωγικότητα αποτελεί το ποσό της οργανικής ύλης που απομένει, μετά την αφαίρεση της οργανικής ύλης που οξειδώθηκε, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών των οργανισμών. Τα έγραψα αυτά με αφορμή το δημοσίευμα της "Μακεδονίας" ότι επίκειται ίδρυση γραφείων της ΓΓΑ στη Θεσσαλονίκη.

Μια απλή μέθοδος για τον υπολογισμό της καθαρής πρωτογενούς παραγωγικότητας ενός οικοσυστήματος είναι ο θερισμός.

Τα ίδια, όμως, πήγαν να κάνουν και οι προηγούμενοι.

Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι θέλουμε να μετρήσουμε την καθαρή πρωτογενή παραγωγικότητα ενός φρυγανικού οικοσυστήματος, ενός δηλαδή οικοσυστήματος στο οποίο αφθονούν φυτά όπως το θυμάρι, η λαδανιά, η ρίγανη, η λεβάντα κ.ά. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και η Βόρειος Ελλάδα, κύριοι, έχουν ανάγκη από θεσμούς. Τα φυτά αυτά είναι ικανά να επιβιώνουν στο άνυδρο και μακρύ καλοκαίρι της πατρίδας μας. Δεν έχουν ανάγκη χάντρες και καθρεφτάκια. Επισκεπτόμαστε λοιπόν το οικοσύστημα και θερίζουμε το Νοέμβριο δέκα τυχαία τεμάχια εμβαδού 1 m2 το καθένα. Δεν έχουν ανάγκη από παραρτήματα και περιφερειακά γραφεία. Το υλικό που συγκεντρώνουμε (θάμνοι, μικρά ποώδη φυτά κ.ά.) το θερμαίνουμε σε θερμοκρασία 80-90°C, ώστε να χάσει το νερό που περιέχει, το ζυγίζουμε και υπολογίζουμε το μέσο όρο της ξηρής μάζας που αντιστοιχεί σε 1 m2 επιφάνειας (βιομάζα). Χρειάζονται φορείς που θα μπορούν να προσφέρουν ουσιαστικές λύσεις πέρα από τυπικές διεκπεραιώσεις, ακόμη και για τις οποίες το τελικό ΟΚ θα πρέπει να έρχεται από την Αθήνα. Έστω ότι βρήκαμε πως η βιομάζα των παραγωγών του οικοσυστήματος είναι 800 gr ανά m2. Αν επαναλάβουμε την ίδια διαδικασία τον Απρίλιο σε δέκα διαφορετικά τεμάχια, θα διαπιστώσουμε ότι η βιομάζα του οικοσυστήματος αυξήθηκε στα 1.200 gr/m2. Η μεταβολή της βιομάζας στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει (5 μήνες), δηλαδή τα 400 gr/m2, αντιπροσωπεύει την οργανική ύλη που ενσωματώθηκε στους παραγωγούς του οικοσυστήματος ή, με άλλα λόγια, την καθαρή πρωτογενή παραγωγικότητα.

Η παραγωγικότητα των οικοσυστημάτων διαφέρει έντονα. Στο ένα άκρο βρίσκονται οι έρημοι, οι βαθιές λίμνες με μικρή πρωτογενή παραγωγικότητα, ενώ στο άλλο άκρο βρίσκονται τα δέλτα των ποταμών, οι κοραλλιογενείς ύφαλοι με μεγάλη μεικτή πρωτογενή παραγωγικότητα.

Οι κύριοι παράγοντες που καθορίζουν το μέγεθος της πρωτογενούς παραγωγικότητας των οικοσυστημάτων είναι η ηλιοφάνεια, η θερμοκρασία, η διαθεσιμότητα των απαραίτητων θρεπτικών στοιχείων, η διαθεσιμότητα νερού (μόνο για χερσαία οικοσυστήματα) και το βάθος στο οποίο μπορεί να διεισδύσει το φως (στα υδάτινα οικοσυστήματα).

Εικόνα 2.9: Χαρακτηριστικά φυτά φρυγανικού οικοσυστήματος (λαδανιά, θυμάρι, ασφάκα, γαλαστοιβή)

Εικόνα 2.10: Υπολογισμός της καθαρής πρωτογενούς παραγωγικότητας ενός οικοσυστήματος

Εικόνα 2.11: Οι κοραλλιογενείς ύφαλοι έχουν μεγάλη μεικτή πρωτογενή παραγωγικότητα.