Η Ελληνική Γλώσσα στην Ευρώπη 

Οι προοπτικές της ελληνικής γλώσσας στην Ευρωπαϊκή Ένωση 

Παπαρίζος, Χ. Α. 

Με την προϋπόθεση ότι το σύνολο των πολιτικών δράσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής: Ε.Ε.) θα έχει συνέπειες στις γλώσσες[1] εκπόνησα ερευνητική μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσω αν υπάρχουν προβλέψεις του κοινοτικού θεσμικού πλαισίου που να διασφαλίζουν την παρουσία και τις προοπτικές της ελληνικής γλώσσας στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο (Παπαρίζος 1994).[2] Μολονότι το αντικείμενο της διερεύνησης είναι νομικά κείμενα της Ε.Ε., δεν πρόκειται για νομική προσέγγιση, αλλά για μια πραγματολογική «ανάγνωση» ενός σώματος κειμένων (corpus). Ως μέθοδο έρευνας χρησιμοποίησα την «ανάλυση του λόγου». Η ανάλυση είναι κατά βάση πραγματολογική και στηρίζεται στη θεωρία του J.R. Searle για τις λεκτικές πράξεις.[3]

Προκειμένου να καταλήξω σε κριτήρια αξιολόγησης των προβλέψεων των νομικών κειμένων, προέταξα θεωρητικό κεφάλαιο, στο οποίο γίνονται αντικείμενο συζήτησης θέματα όπως: η εκμάθηση ξένων γλωσσών και η επιλογή τους, οι λιγότερο ομιλούμενες (εφεξής: ΛΟΓ) και οι μειονοτικές γλώσσες στην Ε.Ε., η μετάφραση ως άμυνα και ως τεχνολογία, ο γλωσσικός ηγεμονισμός, ο εθνικισμός, οι «βιομηχανίες της γλώσσας», οι συνέπειες του ανταγωνισμού στις «ασθενείς» γλώσσες, κ.ά. Το κεφάλαιο αυτό καταλήγει σε ορισμένα συμπεράσματα, δηλαδή βασικές προϋποθέσεις μιας «καταρχήν θετικής» για την Ελλάδα κοινοτικής πολιτικής. Ως «θετικό» για την ελληνική γλώσσα όρισα ό,τι τη φέρει σε πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με τη θέση που κατείχε ανάμεσα στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες πριν από την ένταξη της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.

Περιεχόμενα

Προϋποθέσεις για μια «θετική» για την Ελλάδα γλωσσική πολιτική

Ως προϋποθέσεις προέκυψαν τα ακόλουθα:

  • Η επιβίωση και προώθηση της ελληνικής γλώσσας είναι ευθύνη και αρμοδιότητα της ελληνικής πλευράς. Όμως για λόγους που ανάγονται στη διατήρηση της πολυφωνίας και στην αρμονική ανάπτυξη της Ε.Ε. η υπόθεση της ελληνικής καθίσταται και υπόθεση της Ε.Ε. ως συνόλου.
  • Η ελεύθερη κυκλοφορία στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο φαίνεται να ευνοεί, γενικά, την επιβίωση και διάδοση της ελληνικής.
  • Για πολλούς λόγους η επικοινωνία της ενωμένης Ευρώπης δεν φαίνεται ότι εξυπηρετείται από την υιοθέτηση μιας μοναδικής γλώσσας.
  • Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική θα μπορούσε να ωφεληθεί μόνο από μια κοινοτική πολιτική που θα ενίσχυε δραστικά τις επίσημες ΛΟΓ, σε βαθμό που οι τελευταίες να είναι σε θέση να συμμετάσχουν και να συνεισφέρουν στην ενδοκοινοτική επικοινωνία.
  • Για τις ΛΟΓ η μετάφραση αποτελεί ευνοϊκή πρακτική. Για τη διεύρυνση της αποτελεσματικότητας της μετάφρασης (αυτόματη μετάφραση) απαραίτητη προϋπόθεση είναι η προώθηση και ανάπτυξη της γλωσσικής τεχνολογίας.
  • Ο ελεύθερος ανταγωνισμός αναμένεται να αποβεί σε βάρος της ελληνικής γλώσσας.
  • Τόσο η εκμάθηση των ξένων γλωσσών όσο και η ανάπτυξη της γλωσσικής τεχνολογίας δεν θα είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα ερήμην της γενικής εκπαίδευσης.
  • Μια πολιτική γλωσσικής αποκέντρωσης δεν φαίνεται να ευνοεί την ελληνική γλώσσα.
  • Μια ευρωπαϊκή πολιτική που θα απέβλεπε στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς θα κάλυπτε και την ελληνική γλώσσα από την άποψη αυτή.
  • Σε ενδεχόμενη ομοσπονδοποίηση της Ευρώπης κάθε σημερινό κράτος μέλος θα έπρεπε να διατηρήσει τη δικαιοδοσία του σε θέματα εθνικής γλώσσας.
  • Τέλος, αν βασιστούμε και σε πόρισμα Επιτροπής εμπειρογνωμόνων (Danzin κ.ά. 1992), καμιά από τις προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν δεν θα επαρκούσε καθαυτήν για την αντιμετώπιση του προβλήματος των ΛΟΓ, αν δεν εντασσόταν σε μια συντονισμένη βολονταριστική κοινοτική πολιτική με επαρκή χρηματοδότηση.

Οι προϋποθέσεις αυτές θα χρησιμοποιηθούν στις επόμενες φάσεις της έρευνας ως θεματικές ενότητες που αντιστοιχούν σε βασικές πλευρές του εξεταζόμενου αντικειμένου.

Η πραγματολογική ανάλυση των κειμένων της Ε.Ε.: Συμπεράσματα

Η πραγματολογική ανάλυση του λόγου που πραγματοποίησα σε νομικά κείμενα της Ε.Ε. οδήγησε σε εξωγλωσσικά συμπεράσματα[4]-απαντήσεις στα ερωτήματα που είχα εξαρχής θέσει. Τα συμπεράσματα είναι τα εξής:

  • Για τη λήψη ειδικών μέτρων υποστήριξης των γλωσσών που ομιλούνται λιγότερο στην Ε.Ε. υπάρχει θεσμικό πλαίσιο, αλλά εντοπίζεται σε διατάξεις δευτερευόντων κειμένων. Συνεπώς, η ελληνική, ως λιγότερο ομιλούμενη επίσημη γλώσσα, δεν φαίνεται να διασφαλίζεται επαρκώς και έτσι εκτίθεται στον ανταγωνισμό.[5]
  • Η τυπική ισονομία και η προώθηση όλων των επίσημων κοινοτικών γλωσσών, και συνεπώς της ελληνικής, διασφαλίζονται από το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο.

Από τα δύο προηγούμενα συμπεράσματα προκύπτει ότι η ελληνική γλώσσα διασφαλίζεται και προωθείται στο μέτρο που διασφαλίζονται και προωθούνται όλες οι επίσημες κοινοτικές γλώσσες, ακόμα και οι πολύ διαδεδομένες (όπως η αγγλική) και ότι τα μέτρα που λαμβάνονται για τις ΛΟΓ δεν επαρκούν για τη μείωση -ή έστω-για τη διατήρηση της διαφοράς σε βάρος τους.

Υπάρχουν προβλέψεις για την προώθηση της έρευνας και της τεχνολογίας γενικά, αλλά και της μαζικής μετάφρασης ειδικότερα.

Ο γλωσσικός σχεδιασμός, ο οποίος ορίζεται ως προσχεδιασμένη «ρύθμιση των γλωσσικών κωδίκων», στην Ε.Ε. εκδηλώνεται και με την παραχώρηση σε ορισμένες γλώσσες επίσημης υπόστασης, (στην καστιλλιανή ισπανική π.χ. και όχι στην καταλανική).[6] Αυτό είχε άμεσες επιπτώσεις στη δομή των επίσημων γλωσσών, διότι μόνον αυτές γίνονται αντικείμενο συνεχούς επεξεργασίας και αλλαγής, διαμέσου της μετάφρασης, της ορολογίας και της διερμηνείας, έχοντας μάλιστα και τη στήριξη της γλωσσικής τεχνολογίας. Αυτή η διαδικασία γλωσσικής αλλαγής θα βρίσκεται συνεχώς σε εξέλιξη, εφόσον θα ισχύει η πολυγλωσσία ως θεσμός και εφόσον το «ευρώλεκτο» λειτουργεί με συνθήκες «ζωντανής» γλώσσας, ως ενεργό όργανο επικοινωνίας.

Δηλαδή το νομικό πλαίσιο έχει και γλωσσολογικές συνέπειες στην ελληνική γλώσσα, δημιουργώντας μία ακόμη παραλλαγή στη γλωσσική της ποικιλία χωρίς, ωστόσο, να υπολογίζεται αυτή τη στιγμή η χρονική διάρκεια της διαδικασίας αυτής και, συνεπώς, η τελική (;) έκταση και το βάθος των δομικών μεταβολών.

Η γλωσσική τεχνολογία είδικότερα έχει κάνει ήδη ορατές τις μάλλον ευνοϊκές της επιπτώσεις στην ελληνική ως λιγότερο ομιλούμενη γλώσσα, εφόσον η τελευταία τροφοδοτείται από την τράπεζα δεδομένων ορολογίας EURODICAUTOM, κάτι που θα ήταν αντικειμενικά δύσκολο να κάνει οποιοσδήποτε φορέας γλώσσας περιορισμένης διάδοσης. Από το γεγονός αυτό προκύπτει ότι η συμβολή της γλωσσικής τεχνολογίας πρέπει να θεωρείται δεδομένη και στις δομικές μεταβολές της ελληνικής γλώσσας.

Το θεσμικό πλαίσιο φαίνεται να επιτρέπει ως ένα βαθμό στην Ελλάδα να διατηρήσει δικαιοδοσία πάνω σε θέματα της ελληνικής γλώσσας μέσα στα όρια της γεωγραφικής της επικράτειας. Η Ε.Ε. δεν παρεμβαίνει και δηλώνει προθέσεις ενθάρρυνσης και βοήθειας. Οι προοπτικές όμως σήμερα διαγράφονται ασαφείς, γιατί το ίδιο θεσμικό πλαίσιο προβλέπει διεύρυνση, ενοποίηση και, ως ένα βαθμό, ομοσπονδοποίηση. Τα σημερινά δεδομένα δεν επιτρέπουν ασφαλείς προβλέψεις για τις μελλοντικές συνέπειες αυτών των μεταβολών στην παραχωρούμενη σήμερα δυνατότητα ελέγχου πάνω στο θέμα της δικαιοδοσίας στον τομέα της γλώσσας.

Δεν εντοπίστηκε πρόβλεψη για την ένταξη του θέματος της διδασκαλίας και διάδοσης της ελληνικής γλώσσας στη γενική εκπαίδευση των κρατών μελών, πράγμα που εκθέτει επίσης την ελληνική γλώσσα στον ανταγωνισμό.[7] Υπάρχουν προβλέψεις που ευνοούν έμμεσα τη διδασκαλία των γλωσσών στη γενική εκπαίδευση (Απόφαση Lingua) και άμεσα την επαγγελματική εκπαίδευση. Το θεσμικό πλαίσιο τοποθετείται ευνοϊκά σε θέματα πολιτιστικής κληρονομιάς· οι παρεμβάσεις που υπόσχεται είναι διακριτικές και έχουν επικουρικό χαρακτήρα. Επίσης ευνοεί την ελεύθερη διδασκαλία και διάδοση της ελληνικής γλώσσας μέσα στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο. Τέλος, δεν διαθέτουμε κριτήρια που να μας επιτρέπουν να αποφανθούμε αν η βολονταριστική πολιτική που διαπιστώσαμε ασκείται σε ικανοποιητικό επίπεδο και αν η χρηματοδότηση είναι επαρκής.

Παράλληλα με τους πιθανούς κινδύνους από τον διεθνή ανταγωνισμό και την τεχνολογία ο ενιαίος ευρωπαϊκός χώρος προσφέρει ελευθερία δράσης στην ελληνική πλευρά.[8] Οι κίνδυνοι όμως είναι υπαρκτοί και για τις μη κοινοτικές γλώσσες. Αντίθετα η ελληνική έχει το πλεονέκτημα μιας θεσμικής, τυπικής, κατοχύρωσης και παράλληλα της ελεύθερης και -σε πολλές περιπτώσεις- επικουρούμενης δράσης μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο. Αυτό, σε τελευταία ανάλυση, σημαίνει ότι οι προοπτικές της ελληνικής γλώσσας εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την ύπαρξη γλωσσικού σχεδιασμού από την ελληνική πλευρά, δηλαδή εκπόνηση μελετών, χάραξη γλωσσικής πολιτικής και δράση. Το παραπάνω συμπέρασμα δεν απορρέει μόνον από την επίσημη κοινοτική πολιτική, όπως ρητά εκφράζεται με το νομικό πλαίσιο. Υπαγορεύεται ακόμη από υπαρκτούς, αρνητικούς για την ελληνική πλευρά παράγοντες, οι οποίοι δεν καλύπτονται από την έρευνα τούτη και στους οποίους αναφέρομαι μέσα στο κείμενο (Παπαρίζος 1996).

Τα παραπάνω συμπεράσματα για τις προοπτικές της ελληνικής γλώσσας στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο ισχύουν στο μέτρο που η Ε.Ε. θα ολοκληρωθεί σύμφωνα με τις προβλέψεις του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου. Εάν όμως βασιστούμε στη διαπίστωση ότι οι προοπτικές εξαρτώνται από τη δράση της ελληνικής πλευράς και ότι, επίσης, πολλά εξαρτώνται από τις διάφορες πρακτικές και «άρρητες» πολιτικές της Ε.Ε., τότε καταλήγουμε στο έμμεσο συμπέρασμα ότι από τυχόν τροποποιήσεις του θεσμικού πλαισίου δεν θα πρέπει να αναμένονται καταλυτικές επιπτώσεις στις προοπτικές της ελληνικής γλώσσας. Όπως φάνηκε από την όλη πραγμάτευση του θέματος, οι συνέπειες στις γλώσσες προέρχονται περισσότερο από τους συσχετισμούς δυνάμεων και από την ύπαρξη ενιαίου οικονομικού χώρου -ευρωπαϊκού και μη, καθώς και κυβερνοχώρου- και λιγότερο από επιμέρους νομικές ρυθμίσεις γλωσσικών ζητημάτων (βλ. Παπαρίζος 1996).

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. COOPER, R. 1989. Language Planning and Social Change. Cambridge: Cambridge University Press
  2. DANZIN, A., H. COLTOF, B. OAKLEY, A. RECOQUE & H. SCHELLE. 1992. Προς μια ευρωπαϊκή γλωσσική υποδομή. Έκθεση που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Επιτροπής Ε.Κ. (ΓΔ ΧΙΙΙ), Λουξεμβούργο.
  3. ΠΑΠΑΡΙΖΟΣ, Χ. 1994. Η ελληνική γλώσσα στον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο. Διδακτορική διατριβή, Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
  4. ―――. 1996. Η ελληνική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αθήνα: Μ.Π. Γρηγόρης.
  5. SEARLE, J. R. 1972. Les Actes de langage. Μτφρ. Ε. Rochard. Παρίσι: Collection Savoir.
  6. ―――. 1977. Τι είναι ένα ομιλιακό ενέργημα; Μτφρ. Π. Χριστοδουλίδης. Δευκαλίων 17:73-91.
  7. ―――.1982. Sens et expression. Μτφρ. και πρόλογος J. Proust. Παρίσι: Minuit.

1 Εδώ αναφέρομαι στην έννοια του γλωσσικού σχεδιασμού. Σχετικά βλ. Cooper (1989, 45).

2 Για το αναγνωστικό κοινό, πρβ. Παπαρίζος 1996. Η έκδοση αυτή αποτελεί διασκευή της παραπάνω μελέτης. Η παρέμβαση συνίσταται σε ολική επεξεργασία της μορφής και του περιεχομένου, προσθήκη νεότερων στοιχείων και βιβλιογραφίας.

3 Για τον τρόπο με τον οποίο προέκυψε το εργαλείο της έρευνας από τη συγκεκριμένη πραγματολογική θεωρία, βλ. Παπαρίζος 1996, κεφ. 2. Για την ίδια τη θεωρία βλ. Searle 1972, 1977 και 1982.

4 Όπως φαίνεται, η υπόθεση της έρευνας έχει δύο όψεις: (α) μία γλωσσική, αν οι προσλεκτικοί σκοποί των εκφωνημάτων του corpus είναι ενδεικτικοί του βαθμού κατοχύρωσης θετικών προοπτικών της ελληνικής γλώσσας μέσα στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, και (β) μια εξωγλωσσική, αν δηλαδή το κοινοτικό θεσμικό πλαίσιο διασφαλίζει αυτές τις προοπτικές. Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται για την αναλυτική παρουσίαση και τη στατιστική εικόνα των ευρημάτων με παραστατικά στοιχεία μπορεί να ανατρέξει στο πρωτότυπο κείμενο (Παπαρίζος 1994, 124 κ.ε.).

5 Το γιατί η ειδική κοινοτική ενίσχυση της ελληνικής ως λιγότερο διαδεδομένης γλώσσας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωσή της διερευνάται στο Παπαρίζος 1996, κεφ. 1.1.6.

6 Με τον Κανονισμό αριθ. 1/1958 του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

7 Για τα επίμονα αιτήματα κοινοτικών φορέων υπέρ της ένταξης του θέματος στη γενική εκπαίδευση και της δημιουργίας συνολικής κοινοτικής γλωσσικής πολιτικής, βλ. Παπαρίζος 1996, κεφ. 1.1.4.

8 Ευθύς εξαρχής είχαμε ορίσει ως «θετικό» για την ελληνική γλώσσα «ό,τι την φέρει σε πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με τη θέση που κατείχε ανάμεσα στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες πριν από την ένταξη της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες» (βλ. και κείμενο: κεφ. 1.1, ό.π.). Γι' αυτό θα έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η ελληνική γλώσσα, μετά την «εγγραφή» της στον κατάλογο των κοινοτικών γλωσσών, γράφεται ή και ακούγεται, έστω και σε περιορισμένη κλίμακα, μέσα στους χώρους της Ε.Ε. Βεβαίως, η διατήρηση του πλεονέκτηματος δεν μπορεί να θεωρείται απόλυτα εξασφαλισμένη για το μέλλον, χωρίς την ενεργητική στάση της ελληνικής πλευράς.

Τελευταία Ενημέρωση: 02 Δεκ 2008, 11:43