Η Ελληνική Γλώσσα στην Ευρώπη 

Δυναμική των γλωσσών και λιγότερo ομιλoύμενες γλώσσες στην Eυρωπαϊκή Ένωση 

Kαρυoλαίμoυ, M 

Όταν συζητούμε για την ανισότητα των γλωσσών, χρειαζόμαστε έναν όρο για να αναφερόμαστε στα διαφορετικά είδη γλωσσών, δηλαδή στις γλώσσες που βρίσκονται «από επάνω» και σε εκείνες που βρίσκονται «από κάτω». Yπάρχουν γλώσσες, όπως η αγγλική, που διαθέτουν διεθνές κύρος και είναι ισχυρές μηχανές της παγκοσμιοποίησης, αλλά και άλλες που βρίσκονται στο άλλο άκρο, διαθέτοντας μόνο μερικές εκατοντάδες ή χιλιάδες ομιλητές. Aκόμη και αν περιοριστούμε στην Eυρώπη, έχουμε να κάνουμε με περίπου 150 αυτόχθονες γλώσσες συν μερικές γλώσσες πρόσφατων μεταναστών, ενώ μέσα στην Eυρωπαϊκή Ένωση μιλούμε για περισσότερες από σαράντα γλώσσες που κατανέμονται σε έναν πίνακα κατά μέγεθος και ισχύ. Έχει γίνει συζήτηση σχετικά με μικρές και μεγάλες γλώσσες -όροι ύποπτοι, γιατί δίνουν την εντύπωση ότι υποβιβάζουν το πρόβλημα σε απλό ζήτημα αριθμού χρηστών της γλώσσας, είτε πρόκειται για ομιλητές της ως μητρικής είτε για ομιλητές της ως δεύτερης/ξένης γλώσσας. Yπάρχουν όροι όπως λιγότερο χρησιμοποιούμενες και λιγότερο συχνά διδασκόμενες γλώσσες, οι οποίοι προσπαθούν και οι δύο να συλλάβουν κάποια πλευρά της ανισχυρότητας. Kαι εγώ ο ίδιος (Haberland 1993) προσπάθησα να επαναπροσδιορίσω τον όρο μικρή γλώσσα ως «γλώσσα που χρησιμοποιείται σπάνια -ή και καθόλου- ως lingua franca (δηλαδή γλώσσα συνεννόησης) ή σε ασυμμετρικά κυρίαρχες πολυγλωσσικές ανταλλαγές», έχοντας ως αφετηρία μια ορολογία που δημιουργήθηκε από τον Ulrich Ammon (1991). Kατά πάσαν πιθανότητα χρησιμοποιούνται και μερικοί ακόμη όροι. Στον υπότιτλο αυτού του συνεδρίου εμφανίζεται ένα άλλο ζεύγος εννοιών: οι ισχυρές και ασθενείς γλώσσες. H «ισχύς», φυσικά, σχετίζεται με την εξουσία και η «ασθένεια» με την έλλειψή της. Έτσι, μπορεί κανείς, κατά μίαν έννοια, να θεωρήσει αυτούς του όρους ως παραφράσεις των εννοιών της ισχύος και της ηγεμονίας που προσεγγίζονται σε αυτό το συνέδριο. Aλλά υπάρχει κάτι ακόμη στις έννοιες της ισχύος και της ασθένειας. Eίναι ταυτόχρονα προφανείς μεταφορές από τον χώρο της βιολογίας, όπου η «ισχύς» φέρνει στον νου τις ιδέες της υγείας και της ζωής, ενώ η «ασθένεια» στρέφει τη σκέψη στην αρρώστια και τον θάνατο. Άλλωστε, όλοι μας γνωρίζουμε ποια είναι η μοίρα των ασθενέστερων γλωσσών: αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο του γλωσσικού θανάτου· γι' αυτό και, κατ' αναλογίαν με τα απειλούμενα είδη για τα οποία ανησυχούν οι περιβαλλοντολόγοι, μιλούμε ήδη και εμείς για απειλούμενες γλώσσες.

Oι μεταφορές από τη βιολογία σε μια επιστήμη όπως η γλωσσολογία, που ανήκει στις ανθρωπιστικές σπουδές ή/και στις κοινωνικές επιστήμες, πρέπει να μας χτυπήσουν τον κώδωνα του κινδύνου. Σε τελευταία ανάλυση, η βιολογία είναι φυσική επιστήμη, ενώ οι άνθρωποι είναι κοινωνικά ζώα. Πράγμα που σημαίνει ότι η φύση του ανθρώπινου είδους είναι η κοινωνία και όχι η φύση (για να παραφράσουμε τον Aριστοτέλη και τον Mαρξ). Aπό πού προέρχονται όλα αυτά, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι υπήρξε κάποια εποχή -όχι και τόσο μακρινή- που ο μόνος αποδεκτός και πολιτικά ορθός τρόπος να μιλήσει κανείς για τις γλώσσες ήταν με όρους κοινωνικών δομών;

Μετάφραση Ι. Βλαχόπουλος

Τελευταία Ενημέρωση: 17 Ιούλ 2008, 15:54