Μελέτες 

Οι Νεοελληνικές Διάλεκτοι 

Οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα της νέας ελληνικής 

Στα κείμενα που παρατίθενται τηρήθηκε το σύστημα μεταγραφής των αντίστοιχων πηγών. Δίνονται οι φωνητικές αντιστοιχίες (IPA) των χρησιμοποιούμενων συμβόλων:

Περιεχόμενα

1. Κέρκυρα: Ιδίωμα του χωριού Αργυράδες

Πηγή: Κοντοσόπουλος, Ν. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής.
Αθήνα. Σελ. 163-164. Από τη μελέτη του Γ. Σαλβάνου Λαογραφικά σύμμικτα εξ Αργυράδων Κερκύρας, 160-161 (Αθήνα, 1916).

Τόμου πέσουνε πολλές ελιές, πάμε και διαλέμε τσι πγιο όμορφες σε μια κανίστρα, για να κάμουμε σταχτολιές να τσι έχουμε. Όdας μάσουμε όσες μας κάνουνε χρεία, τσι παίρνουμε στο σπίτι μας και βάνουμ' απάνου μια πινιατέλλα με θερμό. Στερνά βάνουμε τσ' ελιές στο σκαφίδι κ' εδεκεί παίρνουμε θερμό και τσι θερμολογάμε. Αφήνουμε λίγη ώρα τσ' ελιές με το θερμό και στερνά χύνουμε το περισό κι' αφίνουμε στο σκαφίδι όσο χρειάζεται για να πηξ' η στάχτη. Ετότες βάνουμε στάχτη σε μια πυκνάδα και την σειούμε πάνου από τσ' ελιές που 'ναι μέσα στο σκαφίδι, κ' όdας πυτιαστούνε καλά καλά, τσι βάνουμε μέσα στην κανίστρα και τσι ποστιάζουνε πόστα ελιές και πόστα στάχτη. Εκεί μένουνε είκοσι δύο μέρες. Στερνά τσι παίρνουμε στο πηγάδι και τσι πλένουμε από είκοσι νερά κι' απάνου, γυρίζουμε στο σπίτι και τσ' αφήνουμε μέσα στο νερό ένα ημερόνυχτο, για να βγάλουνε τη στάχτη τους. Την άλλη την ημέρα χύνουμε το νερό και τσι περνάμε από τρία-τέσσερα νερά και τσι βάνουμε στο ξύδι με λίγη θρούμπα, λιγ' αλάτι και νεραντζοκόμματα. Ετότες οι ελιές μας είναι χαζίρι. Τσι φυλάμε μέσα στ' αγγειό και τσι τρώμε για προσφάι.

Εμείς συνηθάμε πολύ και τσι νερολιές. Μα για να κάμουμε νερολιές, πρέπει ν' ανεβούμε και να τσι κόψουμ' από πάνου όσο είν' ακόμ' αγουρέλλικες. Τσι αφήνουμ' οχτώ μέρες στο νερό να ξεφαρμακώσουνε κι' απόdας βγάλουνε το φαρμάκι τους, τσι βάνουμε σ' ένα βάζο πόστα ελιές και πόστ' αλάτι. Εδ' εκεί μαλακώνουνε και γένοdαι καλές για φαΐ. Βαστάνε δυο χρόνια.

2. Ιδίωμα της Ζακύνθου

Πηγή: Κοντοσόπουλος, Ν. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής. Αθήνα. Σελ.164

Στα σύνορα που χωρίζουνε το Ξεροκάστελλο με το Βασιλικό είναι τση γρίας το πήδημα. Ούλοι οι ανθρώποι ξέρουνε πω μία φορά μία γρία επήγαινε από το Ξεροκάστελλο στο Βασιλικό και στο δρόμο τση απάντησε ένα μεγάλο λαγκάδι και δεν εμπόρε͡͡ιε αλλοιώτικα να το περάση, μόνο σε σάρτο. Έδωσε λοιπόνε ένα σάρτο και το πέρασε.

3. Ιδίωμα της Κεφαλλονιάς

Πηγή: Κοντοσόπουλος, Ν. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής.
Αθήνα. Σελ.165-166. Από το βιβλίο του Σπ. Σκιαδαρέση Κεφαλονίτικες ιστορίες, 17 (Αθήνα, 1959).

Η σιόρα Μπεμπέτα έκλαιε κ' εδερνότουνε απά στο λείψανο τ' αντρός τση, του κόντε Τσίτσου του Ρεστέλου. ― Αφέντη μου, Τσίτσο μου, τώλεε, ήλιε και ζωή τση ζωής μου, γαντζία και τζαντζαμίνι τουν Κεφαλονίτωνε, τ' ήτανε εφκε͡ιό το κάζο που μώκαμες τση ψημένης που επέθανες και μ' άφησες έρημη κι' απροστάτευτη μεσ' την κακία και τη μοχτηρία του κόσμου, απά στο άνθος τση νεότης μου;… ―Ε, κάμε απομονή, σιόρα Μπεμπέτα μου, κι' ο Θεός είναι μεγάλος και δε θα σ' αμπαντονάρη έδε έτσι, τση έλεε η σιόρα Μπάρμπαρα, η γκαρδιακή τση φιλενάδα. ― Τι απομονή να κάμω, η μαγκούφα, τι απομονή;… Είκοσι χρόνια ειμάστενε παντρεμένοι με τον αφέντη μου, τη μοσκιά μου, και τον κακόνε του λόγο δεν τον άκουσα ποτές, παρί ούλο με την αναθροφή και τη τζεντιλιτά μου εμίλε͡ιε και μου εμπαρτσάμωνε την καρδιά ο αφέντης μου, το άστρο τουν αστρώνε…

4. Ιδίωμα της Ιθάκης

α. Ο διάολος μέσα στη gασέλα

Πηγή: Μουσούρης, Σ. 1950. Η γλώσσα της Ιθάκης. Αθήνα. Σελ. 87

Ήταν ένας και του βουλήθηκε Κυριακή μέρα να bάη στο μύλο ν' αλέση. Η γυναίκα του τόθελε για να bάση μέσα τον αγαπητικό της. Και σαν έφυε, γε μου, πήε ο αγαπητικός της και τη bριόνισε. Μα έφτασε κι' ο άdρας της από το μύλο με τ' αλεύρι. Άνοιξε, τσι λέει, τα φύλλα τσι πορτός να bάσω τ' αλεύρι. Έβαλε τότες αυτή τον άλλονε μέσα στη gασέλα για να dο gρύψη κι' αρχινάει ένα βρισολάσι τ' αdρός της: Κυριακή και πήες στο μύλο, μωρέ κουτσοκέφαλε! Τού' πε πολλά για να βαρεθή και να φύη γλήγορ' από το σπίτι, να διώξη αυτή τον άλλονε. Μα κειος δεν έφευγε. Ξεφόρτωσε από το ζώο τα σακκιά, τάβαλε μέσα στο σπίτι και τσ' είπε να d' αδειάση κείνη στη gασέλα. Πήρε εκείνη και τ' άδειασε αίπάνου από τον αγαπητικό της και τόνε σκέπασε μέσα στη gασέλα. Απέ ο άdρας της άρχισε με μια τάβλα να χτυπάη τ' αλεύρι για να κατακάτση. Τότε εκειός από μέσα δε bόρεσε να βασταχτή και ξεπετάχτηκε μ;ένα σύγκεφο από τη gασέλα και γίνηκε άφαντος. Και κείνη λέει στον άdρα της: Καταραμένε, που μόφερες το Δάολο από το μύλο μέσα στο σακκί!

β. Διάλογος στο εμπορικό

Πηγή: Μουσούρης, Σ. 1950. Η γλώσσα της Ιθάκης. Αθήνα. Σελ. 88-89.

Ο έμπορος ― Τι ορίζεις θεια;
Η πελάτισσα ― Μη bάει κ' έχεις πράμμα για να κάμω ένα πάπλωμα;
Ο έμπορος ― Πάπλωμα; Να ιδής κάτι μοbίλιες.
Η πελάτισσα ― bάbαbα.
Ο έμπορος ― Γιατί, θεια;
Η πελάτισσα ― Έτσι. Ευτού δε gζέρεις. Άλλο θέλω.
Ο έμπορος ― Ευτήνο boρεί να dο βάλης και σε μια γιορτή.
Η πελάτισσα ― Πορεύουμε, γε μου, κ' έτσι. Κ' έχει ο Θεός αργότερα.
Ο έμπορος ― Να σου δείξω ένα πραμματάκι καλό, dόπιο. Γιά τρα, θεια.
Η πελάτισσα ― Ναι. Κόψε μου από δαύτο.
Ο έμπορος ― Θα πάρης τίποτις άλλο;
Η πελάτισσα ― Έχεις καbρί καλό; Ευτές οι πέτσες είναι γερό;
Ο έμπορος ― Θέλεις, θεια;
Η πελάτισσα ― Θάρτουμε μι' άλλη μερα να πάρουμε μια πέτσα και μια νυχιά σατέμι· για τα προικιά, γλέπεις, γε μου.
Ο έμπορος ― Καλορίζικα, θεια.
Η πελάτισσα ― Και στα δικά σου, γε μου.

Τελευταία Ενημέρωση: 11 Ιαν 2007, 15:20