Μελέτες 

Οι Νεοελληνικές Διάλεκτοι 

Οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα της νέας ελληνικής 

Σ
τα κείμενα που παρατίθενται τηρήθηκε το σύστημα μεταγραφής των αντίστοιχων πηγών. Δίνονται οι φωνητικές αντιστοιχίες (IPA) των χρησιμοποιούμενων συμβόλων:

ι̯ [i̯], γι̯ [ʝ], χι̯ [ç], č [ʧ], σ̌ ς̌ Σ̌ [ʃ], ξ̌ [kʃ], ψ̌ [pʃ], ν̣ [ŋ] ή [ɲ], ǰ ή τζ̌̌ [ʤ], λ́ [ʎ]

Περιεχόμενα

Α. Παροιμίες

1. Φάρασα

Πηγή: Λουκόπουλος, Δ. & Δ. Λουκάτος. 1951. Παροιμίες των Φαρασών. Καππαδοκία 5. Αθήνα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών.

  • Του 'α 'γαπήσω, εν' ατσείνο καό
    Ό,τι θ' αγαπήσω, εκείνο είναι καλό
  • Του 'γαπά το βάρτι, 'γαπά τσαι το νgάθι του
    Όποιος αγαπά το τριαντάφυλλο, αγαπά και τ' αγκάθι του
  • Τις τα έβgαλεν dο 'φτάλμι σου; - Ο αδερφό μου. - Χαλέ-μου εν' ατσόνdο φαθικά βgαλμένο.
    Ποιος σου έβγαλε το μάτι σου; - Ο αδερφός μου. - Γι' αυτό είναι έτσι βαθειά βγαλμένο
  • 'Σ τα μαχτσούμε τσ̌αι ς' το δομμένο μαθαίν' dο 'ληθώτικο
    Από τα παιδιά κι από τον τρελό μαθαίνεις την αλήθεια
  • Το νηστικόν dο στσ̌υλλί σον ύπνον dου θωρεί κρα̈́ς
    Το νηστικό σκυλί βλέπει στον ύπνο του κρέας
  • Το νηστικόν dο 'ρκούδι τζ̌̌ο χορεύει
    Το νηστικό αρκούδι δε χορεύει
  • Το ψάρι μυρά 'ς το τσ̌ουφάλι.
    Το ψάρι βρωμάει απ' το κεφάλι
  • Του τζ̌̌ο φτάνει το κούτσι σου νdα πάρεις, «'ς εν' dο σόνα», λες.
    Ό,τι δε φτάνει η δύναμή σου να πάρεις, «ας είναι δικό σου», λες

2. Λιβίσι-Μάκρη

Πηγή: Μπουγιούκου-Μουσαίου, Κ. 1961. Παροιμίες του Λιβισιού και της Μάκρης.
Αθήνα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών

  • Βούλα του γάμου δύσκολα κι η νύφφη νgαστρουμένη
  • Καλά 'νιν gι τα γράμματα, μια πι̯α καλή 'ν' η γνώση
  • Μαθθημμένα νιν dα βουνά αφ' τα χέννι̯α.
  • Του γαίμα νιρόν 'εγ γένιτι, Κι αγ γένιτι 'εμ bίννιτι.

Β. Παραμύθια-Ανεκδοτολογικές αφηγήσεις

1. Αξός

α. Δικαιοσύνη και αδικία

Πηγή: Τριανταφυλλίδης, Μ. [1938] 1993. Άπαντα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. 3ος τόμ.,
Νεοελληνική γραμματική ιστορική εισαγωγή. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. Σελ. 284 © Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]

bίρ βαqəτ κειοτάν dυό αρqαdάσ'α. Πήγαν, πήγαν, ξέβαν, πήγαν. Τόνα είπεν: «Πείνασαμ· άς φάμ το σόν το χρειά, κι ύστερα το 'μον». Χάιdε, ας φάμ το 'μόν». Έφααν χρειά τ. Σκοτιάνεν. «Ας κοιμηχούμ λίγο». Κοιμήχανε. Τόνα κειόταν γιαghəρ. Κοιμήχαν. Αφήκεν do, ξέβεν, πήγεν. Ήρτεν σό σπίτι τ. Εκείνο τ' άλλο τ' αρqαdάσ' ι τ εκεί ύπνωσεν. Σ' κώχεν· τρανά, κανείς dε 'ναιν.

Πήγεν, πήγεν. Εκεί ήβρεν ένα μύλος. Εκεί κειόταν dιαόλ. Εκεί κοιμήχε σό ταγνέ. Ήρταν dιαβόλ. Το μέγα και είπεν: «Εώ μύρισε ινσάνος». Τ'άλλα τα μικρά είπαν: «Dε 'ν ' εώ κανείς». Κάτσαν εκεί· ό,τι είχαν σό μελό τνε, είπαν do. Εκείνο χριστιανός ούλ' ακουσέν dα. Φώτσεν. Ήρτεν σό χωριό.

Λερό dεν είχαν σο χωριό. Σ' κώχεν, πήγεν στο qαβάχ αποκάτω· ξέβαλεν λερό. Άλλο dεν dεΐσαν χριστιανοί. Ύστερα qαζάντισε πολλά παράγια, και πολλά bαχσ'ιζ'ια πήρεν. Εκεί τ' άλλο τ' αρqαdάσ'ι τ: «Απαπού τα πήρε ετούτα τα παράγια;» Κι εκείνο είπεν: «Εκεί το βραΰ εσ' ύ που μ' αφήκες, κι ήλτες παρέμις, εγώ πήγα, ήβρα ένα μύλο· κι εκεί τα είπαν, ούλα άκουσά τα. Ας τα qαβάχια αποκάτω ξέβαλα το λερό, και dεν εdεΐσαν άλλο». Κι εκείνο τ' άλλο τ' αρqαdάσ' ι τ είπεν: «Να πάω κι εγώ»· και πήγεν. Κάτσε εκεί σο ταγνέ μέσα. Και dιαβόλ ούλα είπανε: «Εχτές είπα σας, εώ κι ήρτε κανείς. Κι έσ'είς dεν τράνσετε. Σ' ήμερα πάλι σ'ηκωχάτ, τρανάτε». Dιαβόλ σ'κώχαν, τράνσαν. Ήβραν σό ταγνέ μέσα το αρqαdάσ'ι τ. Το dιαόλ εμαχάν dο, σ'κώχανε, έκλωσαν dο τέρ, σκότωσάν do εκεί το ινσάν.

Απόδοση στην κοινή νέα ελληνική

Έναν καιρό (τούρκ. λ.) ήταν (πάρατ. του κείμαι) δυο σύντροφοι (τουρκ. λ.). Πήγαν, πήγαν, προχώρησαν, πήγαν. Ο ένας είπε: «Πεινάσαμε, ας φάμε τα δικά σου τα φαγιά (τρόφιμα), και ύστερα τα δικά μου». «Έλα, ας φάμε τα δικά μου». Έφαγαν τα φαγιά του. Σκοτείνιασε. «Ας κοιμηθούμε λίγο». Ο ένας ήταν κακός άνθρωπος. Κοιμήθηκαν. Τον αφήκε, βγήκε, έφυγε. Ήρθε στο σπίτι του. Εκείνος ο άλλος ο σύντροφός του κοιμήθηκε εκεί. Σηκώθηκε, κοιτάζει (ίσως από το τρανός, πβ. ανατρανίζω), κανείς δεν είναι.

Πήγε, πήγε. Εκεί ήβρε ένα μύλο. Εκεί ήταν διαόλοι. Εκεί κοιμήθηκε στη σκάφη (τουρκ. λ.). Ήρθαν διαβόλοι. Και ο μεγάλος είπε: «Εδώ μυρίζει άνθρωπος» (τουρκ. λ.). Οι άλλοι οι μικροί (διαβόλοι) είπαν: «Δεν είν' εδώ κανείς». Κάθισαν εκεί· ό,τι είχαν στο μυαλό τους το είπαν. Εκείνος ο χριστιανός όλα τ' άκουσε. Έφεξε. Ήρθε στο χωριό (του).

Νερό δεν είχαν στο χωριό. Σηκώθηκε, πήγε στη λεύκα (τουρκ. λ) αποκάτω, έβγαλε νερό. Δεν παραπονέθηκαν πια οι χριστιανοί (ο κόσμος). Ύστερα κέρδισε πολλά χρήματα (παράδες) και πήρε πολλά μπαχτσίσια. Εκεί (τότε) ο άλλος ο σύντροφός του: «Από πού τους πήρε ετούτους τους παράδες;» Κι εκείνος είπε…

16. παρέμις μακριά, παραμαίνω φεύγω (παρα- (ε)μβαίνω) -17. ας από -21. δεν τράνσετε δεν κοιτάξατε, δεν τον γυρέψατε -24. έμαχαν έμαθαν, μαχαίνω - έκλωσαν dο τέρ έβαλαν σ' ενέργεια το λιθάρι (μυλόπετρα).

β. Ο μουσαφίρης

Πηγή: Dawkins, R. M. 1916. Modern Greek in Asia Minor. Cambridge: Cambridge University Press. Σελ. 402-403

bιρ βαqə́τ κει̯όταν dύο αχπάπι̯α∙ τόνα καστερνός και τόνα χωριάτς. Καστερνός πήγε σο χωρι̯ό σο αχπάπι τ∙ γέννεν μισαφίρης. Και απκάτω άπλωσεν τρία τέσερα μινdάρι̯α, και γεμέκια πένd' εξ̌ έρουνdαι. Στέκεται dέκα μέρες∙ dε παιν. Είκοσι μέρες∙ dε παιν. Τα μινdάρι̯α αποκάτω παίρ τα∙ πάλι dε παιν. Τα γεμέκι̯α λίεψεν dα∙ πάλι dε παιν. Και ένα μέρα γραφ πούσουλα οdά σααbə́ς, «Απκάτως χέκα čǘλ τόναν dο πρόσωπο τ πάλι̯ωσεν, έκλωσεν και τ' άλο το πρόσωπο τ πάλι̯ωσεν g' εκείνο. Άλο dε τροπι̯άζεσαι;» είπεν.

Σ̌κώεν σαbαχdάν να παραμή κ' εκείνο μισαφίρης. Έγραψεν κ' εκείνο μισαφίρης ένα πούσουλα∙ «Μισαφίρι̯ού τ †κέιφ 'ς εμέ†. Τρία μήνες, τέσσερα μήνες κοιμάται. Εσ̌έιν ογλού qαtə́ρ, χιč ζαμάν μι χατəρ;» Αούčα λε τα∙ αφήμ bαίν.

Αφήγηση από ηλικιωμένο

2. Σύλατα

α. Ο σύζυγος μαϊμού

Πηγή: Dawkins, R. M. 1916. Modern Greek in Asia Minor. Cambridge: Cambridge University Press. Σελ. 452.

Ένα βασ̌ιλέγας είχαν ένα κοριč. Σον̣ gόζμο χιč δε γέλανε. Ετό βασ̌ιλέγας είπεν̣ gι, «Όποι̯ος να το γελάς̌ ετό το κοριč, να το ποίκω qαμbρό». Ετό το κορίč, τον̣ gάθουταν σο πένǰερε και τράνινεν ση θάλασσα, είδεν ένα qαΐκ∙ απέσω τ ήτανdαι κ' άλα πολά μαϊμούνι̯α. Χεμετέν bασ̌λάτσεν να γελάς̌. Ετό βασ̌ιλέγας ήρτεν∙ ρώτσεν dο∙ είπεν̣ gι, «Εσέν ποι̯ος σε ποίκεν να γελάσ̌ης;» Κ' εκείνο είπεν̣ gι, « Ένα μαϊμούν με γέλασεν». Ετό το μαϊμούν εποίκεν dο qαμbρό τ. Ετό απέσω τ ήταν άν̣gελος. Είχαν κ' άλα πολά qαρdάσ̌α.

Ένα φοράς ένα βασ̌ιλέγας ποίκεν σε το απάνω πόλεμος. Ετά τα μαϊμούνι̯α είπαν gι, «Ποίκετ κ' εμάς ασκέρι̯α». Κ' εκείνο βασ̌ιλέγας είπεν̣ gι, «Καλό». Πήγαν σο bόλεμο. Ποίκαν πόλεμος, και τα μαϊμούνι̯α σκότωσαν τα άλα.

Ετό ναίκα τ, τον ήρτεν άσομ bόλεμον άνdρα τ, έκαψεν το qαbούγου τ. Ετό τ άνdρα τ είπεν̣ gι, «Εσ̌ύ αν έκαψες το qαbούγου μ, κ' εγώ αλ ιμι̯άς να μη φανεθώ 'ς εσένα».

Ετό το κορίč άσο χολή τ πήγε να κοψ̌ ορμανι̯ού τα δενdρά. Πήγε να κοψ̌ κ' ένα μέγα δενdρό. Τον το φάϊσεν με το παλτά εκείνο απ μέσα τ čəghə́ρσεν, «Ετό ποιος νε;» είπεν. Čάκωσεν το δενdρό∙ σέμην απέσω τ. Τράνσεν, είνε άνdρα τ. Τον είδεν το ναίκα τ, φιλήθανε. Χεμετέν πέγασεν dο σο σπιτ. Γι̯ασ̌άσαν αγαπωμένα.

Αφήγηση μαθητή

β. Οι σαράντα κλέφτες

Η ιστορία των Σαράντα Κλεφτών είναι πολύ δημοφιλής στην Ελλάδα και εμφανίζεται σε πολλές παραλλαγές. Πρότυπο μπορεί να θεωρηθεί Ο Αλή Μπαμπά και ο σαράντα κλέφτες από το Χίλιες και μία νύχτες, ενώ το παραμύθι περιέχεται και στα παραμύθια του Grimm, καθώς και σε άλλες παραμυθικές παραδόσεις της Ανατολής και της Δύσης. Εδώ παρατίθενται εκδοχές από τα Σύλατα, το Ουλαγάτς και τα Φάρασα. Λίγες από τις ιστορίες περιέχουν όλα τα περιστατικά, π.χ. το λάθος μέτρημα, το σύνθημα «Άνοιξε σουσάμι», το επεισόδιο με τον μπαλωματή, το επεισόδιο με τα κιούπια κλπ. (βλ. Dawkins 1916, 241-242)

Πηγή: Dawkins, R. M. 1916. Modern Greek in Asia Minor. Cambridge: Cambridge University Press. Σελ. 446.

Δύο αδέλφι̯α∙ τόνα ήταν ζεν̣gίν και τόνα φουqαρές. Ετό το ζεν̣gίν ένα μέρα πήγεν σο βουϊνί. Απεκεί τράνσεν̣ gι ένα μέγα σαράι. Πήγεν σ΄εκείνο και ήβρεν dο γι̯ομούμενο με φλορι̯ά. Εκείνο σο σαράι καθούτανdαι σεράνdα κλέφτ. Ετιά δεν ήτανdαι. Γιόμωσεν τα čουβάλι̯α με φλορι̯ά, και πήγεν σο σπίτι τ. Ύστερα είπεν dα και σο φουqαρέ σον αδελφό τ. Ύστερα ήρταν και τα δύο τνε εκεί σο σαράι. Πάλι γι̯όμωσαν τα čουβάλι̯α τνε, και πήγαν σο σπίτι τνε.

Ύστερα ήρτεν μόνο το ζεν̣gίν. Το φουqαρές δεν ήρτεν. Τον ήρτενε εκείνα, σέμη σο σαράι πάλιν, να εμούς̌ τα čουβάλι̯α τ. Πότε τα γι̯ομών, ήρταν απάνω τ και τα σεράνdα τα κλεφτ. Πάγωσαν ήτονε, και σεμήν αν do μικρό σο κομιρι̯όνα. Εκεί τράνσενε, ήτον ένα άθρωπος∙ μούλωνεν σα κομίρι̯α αποκάτω. Τον το είδενε, ξέβαλέν dο 'ς αρqαdάσ̌α τ. Εκεινιά τότες στάβρώσαν το. Ύστερα τα σεράνdα τα κλέφτε ξέβανε όξω.

Ύστερα τον ήρτεν το φουqαρές τ αδελφό τ, τράνσενε, το αδελφό τ κρέμασάν do. Τότες πήρεν dο αδελφό τ, κατέβασέν do, και πεγάσεν dο σο σπίτι τ. Δώκεν dο 'ς ένα κöσ̌κέρ∙ έραψέν dο. Και μούχωσέν dο, και δώκεν dο παράδι̯α.

Απού αργάς τον ήρταν τα σεράνdα τα κλεφτ, τράνσανε, άθρωπος δεν νε. Έμαθαν dο, όπου έρεται εδώ άθρωπος. Πάλιωσεν τουρανού το κονdούρα. Ετιά σο κöσ̌κέρ είπαν̣ gι, «Έτο πορείς; Ράφτεις το μι;» Κ' εκείνο είπεν̣ gι, «Οφ! κόcα ένα άθρωπος έραψά το, κ' ετά το κονdούρα να μη το ράψω. Δώκεν με και παράδι̯α». Έδειξαν dα κι̯όλα. Εκεινιά τον τα είδαν τα παράδι̯α ρώτσαν dο, «Ετι̯ά ποι̯ος σε τα δώκεν;» Και εκείνο είπεν̣ gι, «Ένα άθρωπος ήφερεν με ένα παρčαλανμə́ς̌ άθρωπος∙ έραψά το, και δώκε με τα παράδι̯α». Τότες πήγεν, έδειξεν dο σπίτι τ. Εκεινιά, τον το είδαν, κατέβαν από νύχτες σο σπίτι τ, και σκότωσάν dο.

Δημήτριος Λαζάρου Εξαράκος

3. Ουλαγάτς

α. Οι σαράντα κλέφτες

Η ιστορία των Σαράντα Κλεφτών είναι πολύ δημοφιλής στην Ελλάδα και εμφανίζεται σε πολλές παραλλαγές. Πρότυπο μπορεί να θεωρηθεί Ο Αλή Μπαμπά και ο σαράντα κλέφτες από το Χίλιες και μία νύχτες, ενώ το παραμύθι περιέχεται και στα παραμύθια του Grimm, καθώς και σε άλλες παραμυθικές παραδόσεις της Ανατολής και της Δύσης. Εδώ παρατίθενται εκδοχές από τα Σύλατα, το Ουλαγάτς και τα Φάρασα. Λίγες από τις ιστορίες περιέχουν όλα τα περιστατικά, π.χ. το λάθος μέτρημα, το σύνθημα «Άνοιξε σουσάμι», το επεισόδιο με τον μπαλωματή, το επεισόδιο με τα κιούπια κλπ. (βλ. Dawkins 1916, 241-242)

Πηγή: Dawkins, R. M. 1916. Modern Greek in Asia Minor. Cambridge: Cambridge University Press. Σελ. 362.

Ήτον ένα dουλ ναίκα. Εγίσgε ερυ̯ό φσ̌έα. Ιčα dίνισ̌gεν dα čəράq, και φερίσ̌gαν čəρακι̯ού τ dα παράγι̯α, gαι bεσλέτdινισ̌gαν. Σόν̣α do μέα τ dο παιί έπε κι, «Εμέ κόλα με ερυ̯ό τρία σ̌επέα, και να πάρω το κεφάλι μ να πάω» Πήγε, πήγε.

Ήρτε ένα χτερ ιράς, και εκού κοιμήγε. Σόν̣α τρανσ' εκεί απ ένα κελέρ έβγαν ένα πολλά ασκέρι̯α. Μέρτσεν dα ο βghə́νισ̌gαν∙ σεράνdα ήταν. Οπ μίνισgαν, πάλι μέρτσεν dα∙ σεράνdα ήταν. Σόν̣α πάλι έβγαν d' ασκέρι̯α∙ πήγι̯αν. Γι̯αβάς̌ γι̯αβάσ̌α πήγε, έμη dο κελέρ. Τράνσε, ήτον ένα νισ̌τά και ένα ǰιγαριά αγζə́. Σόν̣α τράνσε εκού εčέ. Τράνσε, ήτον ένα μάαζα, και ήταν ένα πολά μάλι̯α και παράγι̯α. Σόν̣α έπερε λία παράγι̯α∙ γίμωσε dα čουβλέ τ, και αφήκε∙ πήγε. Πήγε ένα χωριό∙ έπερε σεράνdα qατούρι̯α, και ήρτε πάλι εκού dο χτερ κουνdά. Οπ μίνισ̌gαν, μέρτσεν dα∙ παλ ήταν σεράνdα. Οφ βghə́νισ̌gαν, μέρτσεν dα∙ παλ ήταν σεράνdα. Έφερεν dα qατούρι̯α∙ γι̯ουκλάτσεν dα∙ επέρεν dα∙ πήγε. Σόνα πήγε 'να χωριό. Εκού εβλένσε. Εκού έπκε ένα πολλά qονάκι̯ια. Κάιοτον.

Οπ κάιοτον, duσ̌uνσε τ' άλο dο qαρdάσ̌ə τ, και έπε κι, «Τι χι̯ωρεί;» dεγί. Dο ναίκα τ έπε κι, «Ατί duσ̌uνdάς;» Εκεινό έπε κι, «Έχω ένα φιqαρέ qαρdάς̌, και duσ̌uνdώ κεινό». Σόν̣α qαρdάσe τ ήρτε γι̯ού, και ρώτσε dο qαρdάσ̌ə τ, «Κλα ζεν̣gινέτσες;» Ιτό έπε κι, «Πήγα ένα qαγι̯αγι̯ού κουνdά, μέρτσα d' ασκέρι̯α∙ σεράνdα ήταν οφ βgheνισ̌gαν και μίνισ̌gαν. Ισ̌ύ ούčα πgε τα. Καλά οπ dεν dα μετράς, με μης.

Ιτό πήγε. Τράνσε∙ μέρτσεν dα τριάνdα ενι̯ά. Οφ βghə́νισ̌gαν, πάλι ήταν τριάνdα ενι̯ά. Αμά dα μάτι̯α τ qαμάισαν∙ τία σεράνdα νdαι. Έμη. Επι̯άσαν dο, και εφάξαν dο. Τ' άλο τ dο qαρdάς̌ φυλάγνει να ερτ, και dεν έρεται. Σόν̣α πήγε. Τράνσε κει, το qαρdάσ̌ə φάισαν dο. Σόν̣α ότιαdακ μάλι̯α ήταν, έπερέν dα∙ πήγε. Σόν̣α dα χəρσə́ζι̯α έβγαν. Πάρατσαν dα, αράτσαν dα, και dεν bόρσαν να τα ήβρου.

Σάββας Κωνσταντίνου Δζιμρόγλους

4. Φάρασα

α. Οι μπούφοι (χαζοί) και το μοσχάρι

Πηγή: Τριανταφυλλίδη, Μ. 1993 [1938]. Άπαντα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.
Νεοελληνική γραμματική ιστορική εισαγωγή
, 3ος τόμ. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. Σελ. 287 © Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]

Σ ά bρώτο dαρό έντουν έργκο. Ατζ' εί 'ς ά μέρος ήσανται τέσσαρα νομάτοι. Σ' απίσου το κόμμα είχαν α μουσκάρι. Το μουσκάρι είπεν: «Α φάγω το κεπέκι». Μούχτσεν dα το τ'σουφάλιν dου σο πιθάρι· έφαεν dα το κεπέκι. Στέρου τζ'ο bόρκε να βgάλη dο τσ'ουφάλιν dου. Σωρεύταν dου σπιτιού οι νομάτοι. «Να ιδούμε τους αν dα ποίκωμε». Τζ'ο πόρκαν να ποίκουν άν gαdζ'ί. Το γιερού οι νομάτοι: «Να κόψωμ' το τσ'ουφάλιν dου, να γλιτώσωμε το πιθάρι». Ατότες, σάμ' έκοψαν dο dζ'ουφάλιν dου, πόμεινε το dζ'ουφάλιν dου σό πιθάρι πέσου, του dζ'ο γρικάνκανε. Κάντσαν dο πιθάρι·έβγααν dο dζ'ουφάλι.

Απόδοση στα νέα ελληνικά

«Στον παλιό καιρό έγινε μια ιστορία. Σε κείνο το μέρος ήταν τέσσερεις άνθρωποι. Στην πίσω κάμαρα είχαν ένα μοσχάρι. Το μοσχάρι είπε. «Θα φάγω το πίτουρο». Έχωσε (κυρ. έσπρωξε, μουχτάβω, ίσως πυκτέυω-μουχτεύω), το κεφάλι του στο πιθάρι· έφαγε το πίτουρο. Ύστερα δεν μπόρεσε να βγάλη το κεφάλι του. Συνάχτηκαν του σπιτιού οι άνθρωποι: «Να ιδούμε σαν τί θα κάμωμε». Δεν μπόρεσαν να κάμουν ένα (ά, άν αόρ. άρθρο) σχέδιο (;). Οι μισοί (τουρκ. λ.) οι άνθρωποι: «Να κόψωμε το κεφάλι του, να γλιτώσουμε το πιθάρι». Τότε, σαν (σαμόν, σάμα άμα) έκοψαν το κεφάλι του, απόμεινε το κεφάλι του στο πιθάρι μέσα (απέσω), που (τον) δεν το καταλάβαιναν. Έσπασαν (ρ. κανίζω, το αρχ. κλάω ή ίσως το κλονίζω) το πιθάρι έβγαλαν το κεφάλι».

β. Η αλεπού που έχασε την ουρά της

Πηγή: Dawkins, R. M. 1916. Modern Greek in Asia Minor. Cambridge: Cambridge University Press. Σελ. 500

Ήσανdαι οφτά αποί. Ήτουνε čαι το ένα κονdούρα. Λέν̣καν dι κι τα πομεινά, «Κονdούρα, κονdούρα». Είπεν dι η κονdδούρα, «Τουζ' αν dα ποίκω, να ποίκω čαι ατιάς κονdούρα;» Είπεν dι κι, «Να υπάμε 'ς α μεράπι κάτου. Γω να τρίσω∙ σεις να σωρέψετε.» Σαμού πηάγανε, έτρισε. Είπεν dι κι, «Τρώτε dα». Κατέβη∙ λίdεψεν ατιάς σου μεραπού τη ρίζα στα βράδε. Στέρου έβgη πάνου. Κατέβη ταρνά∙ είπεν dι κι, «Έρčεται αφτέν του. Φύετε». Αčείνοι πάλι τάβρησανε. Κόπανε τα βράδε τουνε. Στέρου είπεν dι κι, «Αφ α με ειπήτε κονdούρα;»

Θεόδωρος Παύλου

γ. Οι σαράντα κλέφτες

Η ιστορία των Σαράντα Κλεφτών είναι πολύ δημοφιλής στην Ελλάδα και εμφανίζεται σε πολλές παραλλαγές. Πρότυπο μπορεί να θεωρηθεί Ο Αλή Μπαμπά και ο σαράντα κλέφτες από το Χίλιες και μία νύχτες, ενώ το παραμύθι περιέχεται και στα παραμύθια του Grimm, καθώς και σε άλλες παραμυθικές παραδόσεις της Ανατολής και της Δύσης. Εδώ παρατίθενται εκδοχές από τα Σύλατα, το Ουλαγάτς και τα Φάρασα. Λίγες από τις ιστορίες περιέχουν όλα τα περιστατικά, π.χ. το λάθος μέτρημα, το σύνθημα «Άνοιξε σουσάμι», το επεισόδιο με τον μπαλωματή, το επεισόδιο με τα κιούπια κλπ. (βλ. Dawkins 1916, 241-242)

Πηγή: Dawkins, R. M. 1916. Modern Greek in Asia Minor. Cambridge: Cambridge University Press. Σελ. 515.

'Σ αμ bρώτο ζαμάνι ήτου α νομάτς. Είσ̌ε δύο κόρες. Ήτου φουqαράς. Παίρκεν dο γαϊριδόκκο∙ πααίνκε να σωρέψη χορταρόκκα.

Α ημέρα είδεν σεράνdα Čερκές. Ερχούσανdαι στην Εν̣gεφσέ. Είδεν τι Čερκέζοι∙ φοβήθη∙ έβgη 'ς α qαβάχι. Ήρταν οι Čερκέζοι. Κάτσαν σο πεγάιδι∙ έφαγαν, έπα νερό∙ σηκώθαν. Πήα 'ς αν gάǰι κονdά. Είπαν dι, «Αčιλ, ζεμbίλι». Νοίghə το gάčι. Έμανε πέσου. Στέρου είπαν dι κι, «Ορτούλ ζεμbίλι». Σčεπάθην το gάčι. Στέρου κατέβη ο φουqαράς στο qαβάχι, č' έφαγε τα περτσέματα του Čερκέζοι. Στέρου πάλι μούασε. Έβgανε Čερκέζοι. Σčεπάθην το gάčι. Φήκαν, πηάγαν.

Στέρου σηκώθη ο φουqαράς. Είπε dι κι, «Αčιλ, ζεμbίλ». Νοίghə το gάčι∙ έμbην πέσου. Ήγρεψε κι είνdαι τα μεταλίκι̯α, τα γρούσ̌ε, τα μεǰιdιάδε, οι λίρες, γαΐρι. Είσ̌ε αν πίσι σ̌αλβάρι. Σ̌εν †ǰ' αν dριβιόνα†. Πο μία σ̌εν' dο σ̌αλβάρι. Έμασεν dα λίρες∙ φήčεν, πήγεν. Ήρτεν σο χωρίο. Πήρε κρας, πήρε λέβρι∙ έφαγαν οι κόρες του.

Την J̌ερεǰή ρώτσεν dα α νομάτς∙ είπεν dι κι, «Συ bρο ήσουνε φουqαράς∙ 'παπού ζεν̣gινέτσες;» Είπεν dι κι ǰαι ǰείνος κι, «Συ πάλι ήσουν φουqαράς∙ πε μου τα 'παπού ενόσουν ζεν̣gίν». Πεν ǰαι ǰείνος κι, «Έχω δύο μελίσσε, ǰαι πουάγω αμ bούčι μέλι, čαι gεčινdάγω. Συ 'παπού ζεν̣gινέτσες;». «Γω ήβρα λίρες, čαι gεčινdάγω». Πόυ είνdαι; Να υπάω č' εγώ νάβρω». «'Σ ήνε 'ν J̌ερεǰή. Σου Μουρμούτη το πεγάιδι εν αν̣ gάǰι∙ να ειπής το Άčιλ, ζεμbίλ', νοίζεται∙ να ειπής το Όρτούλ ζεμbίλ', φσαούται». «Να υπάμε».

Σηκώθην 'τε τηνεβίdζα∙ πήγεν. Είπεν dι κι, «Αčιλ, ζεμbίλ». Νοίghə. Έμbη πέσου. Έμωσε αν dάι λίρες. Ήρτε ση θύρα. Ζελμόνσε π' α ειπή, να νοιghə́ η θύρα. Λε dι κι, «Αčιλ gουλού μ». J̌ο νοίζεται. Jο bόρκε dα νάβρη να ειπή dι κι, «Αčιλ, ζεμbίλ», να νοιghə́.

Στέρου ήρτανε οι Čερκέζοι. Ήνοιξαν το θύρι. Έμbανε τα τριάνdα οχτώ. Č' απ έμbη čαι το σεράνdα, σάλσε dο θύρι. Είδαν τον gλέφτη. Δώčεν dα∙ έκοψεν dο ǰουφάλιν dου. Στέρου πηάγανε οι Čερκέζοι.

Ήρτεν τ' άβου νομάτς∙ έμbη πέσου. Είδεν τον̣ gελέ. Στέρου έμbη∙ έμωσε τον dάι λίρες∙ πήγε. Στέρου ήρτανε Čερκέζοι. Ήγρεψαν κι οι λίρες ǰούνdαι. Πηάγανε.

Ήκσαν dα κι α φουqαράς ζεν̣gινέτσε. Έμbασαν 'ς ασčία δύο Čερκέζοι. Πήαν σο ǰείνου το σπίτι να πουλήσουν άλειμα. Το βράδυ οdές πνών̣καν, έβgαν οι Čερκέζοι∙ σκότσαν αǰείνο∙ πήραν τιζ λίρες. Έφαγαν, έπαν, έφτασαν σα μουράdε τ.

Ιωάννης Θεοδώρου

5. Σίλλη

α. Ο τεμπέλης

Πηγή: Dawkins, R. M. 1916. Modern Greek in Asia Minor. Cambridge: Cambridge University Press. Σελ. 298-300

Ήτου είζ' άνdρας, μνια εναίκα. Είχασ̌ι σπίčιν dους ένα dανά. Άνdρας πολ́ύ dεμbέλ́ης του. Χερ ημέρα εφčάνασ̌ι qαβγά όcι, «Dανά σ̌υ σε τα ρίσ̌ης». «Γω σε τα ρίσου».

Μνι̯αν ημέρα εναίκα λαεί όčι, «Άβρι αβόπουρμα čισκι̯άν σκών́ιτι έρκανdα κι gαλαǰέβγει, κείνους σε ρίσ̌η dανά». Εναίκα πολ́ύ έρκανdα σκών́ιτι∙ παγαίνν́ει να ποίσ̌η ρούχα. Άνdρας τρανά∙ σωρεί όčι εναίκα ρε ν́ι. Κοιμάτι∙ χιč ρε σκών́ιτι οπ του φόβουν dου dανά μη τα ρίσ̌η dεγί. Άνdρας ως κοιμάτι, dανά τρώγει ούλουν dους του ψωμί. Παλ́ άνdρας ρε σκών́ιτι∙ τουτσά τρανά. Ως τρανά, έρσ̌ιτι εναίκας αλεφρός. Λαεί του όči, «Εναίκα σου πού πήγι;» Άνdρας χιč ρε λαεί. Εναίκας αλεφρός απανdέσ̌' όčι σκώτισι čην αλεφρήν dου, κι πι̯άσκι τ' όιμαν dου. Παίρει του∙ παγαίνν́ει bερbέρ τüκι̯άνə. Βγάλν́ει ούλα του τα ρόνǰι̯α. Παλ́ ρε gαλαǰέβγει. Πι̯άνν́ει του χολ́ή. Παίρει του∙ παγαίνν́ει čην̣ gρεμάλα. Παλ́ ρε gαλαǰέβγει. Εναίκα του γι̯ουκούνν́ει όčι τουν άνdραν ǰης κρεμάν dουν. Αψουčικανάς τρέσ̌ει∙ παγαίνν́ει čην̣ gρεμάλα κονdά∙ bαghəρdά όčι, «Τουν άνdρα μου μη τουν̣ gρεμάστι∙ κρεμάστι dανά, κι ναζ γουλτώσ̌η οπ čη ζουλι̯ά. Γαbεέčι τουτουνού ρε ν́ι∙ dανά τ γαbεέčι ν́ι». Άνdρας ποτιν̣gι̯άν τα γι̯ουκούνν́ει, οπ čην̣ gρεμάλα bαghəρdά∙ λαεί όčι, «Dανά σ̌υ σε τα ρίσ̌ης∙ σ̌υ gαλάǰεψις αμbρός», dεγί. Γουλτώσκι.

Συμήστα Στέφανουν Ερίσαλ́η

Τελευταία Ενημέρωση: 02 Οκτ 2008, 13:56