Μελέτες 

Στατιστική ανάλυση και ερμηνεία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων πιστοποίησης ελληνομάθειας 

Μελέτη για την καταλληλότητα των εξεταστικών θεμάτων στις δεκτικές δεξιότητες 

2. Επιλογή - περιγραφή δείγματος - μέθοδος

Για τη στατιστική ανάλυση και ερμηνεία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων χρησιμοποιήθηκε τυχαίο δείγμα από το σύνολο των εξεταστικών τετραδίων των ετών 2002, 2003, 2004.

Το σύνολο των υποψηφίων που πήραν μέρος στα παραπάνω έτη είναι 5930 άτομα. Το 2002 συμμετείχαν 1812 υποψήφιοι, το 2003 1974 υποψήφιοι και το 2004 2144 υποψήφιοι.

Οι υποψήφιοι ήταν ηλικίας από 12 ετών και άνω ανεξαρτήτως φύλου. Ένα σημαντικό ποσοστό υποψηφίων ήταν ομογενείς.

Εξεταστικά κέντρα λειτουργούν σε όλη την Ευρώπη, στην Αφρική, στην Ασία, στην Αυστραλία, στον Καναδά, στη νότια Αμερική και σε αρκετές πολιτείες των Η.Π.Α.

Η τεχνική που χρησιμοποιήθηκε για τη συλλογή των πληροφοριών τις οποίες επεξεργάστηκε η ερευνητική ομάδα για να τις μετατρέψει σε δεδομένα χαρακτηρίζεται ως αρχειακή έρευνα. Η μέθοδος αυτή αφορά σχεδόν πάντα γραπτά κείμενα που έχουν παραχθεί στο παρελθόν και υπάρχουν σε κάποιο αρχείο (βλ. Τσοπάνογλου, 2000:83).

Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν 120-150 γραπτά από το κάθε επίπεδο για κάθε έτος αριθμός στατιστικά αξιόλογος και αξιόπιστος.

Προκειμένου να συγκεντρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός τετραδίων ανά επίπεδο έγινε επιλογή «τυχαίου δείγματος» και τελικά επιλέχθηκαν 498 τετράδια για το 2002, 492 τετράδια για το 2003 και 522 τετράδια για το 2004.

Αντικείμενο της έρευνας ήταν μόνο οι δεκτικές/αντιληπτικές δεξιότητες (κατανόηση προφορικού και γραπτού λόγου) από τις οποίες αποκλείστηκαν οι δοκιμασίες που περιελάμβαναν ανοικτές απαντήσεις (π.χ. σημειώσεις) λόγω της έλλειψης ομοιομορφίας στις απαντήσεις και άρα αντικειμενικότητας στη βαθμολόγηση σε τέτοιου είδους δοκιμασίες. Ο συνολικός αριθμός των ερωτήσεων (items) που καταγράφηκαν και από τα τρία έτη ήταν 422.

Για την καταχώριση των αποτελεσμάτων των ερωτήσεων δημιουργήθηκαν πίνακες[1] (βλέπε Παραρτήματα Ι, ΙΙ, ΙΙΙ) για κάθε δεκτική δεξιότητα και για κάθε επίπεδο κάθε έτους ξεχωριστά. Τα εξεταστικά τετράδια των υποψηφίων οι οποίοι πήραν μέρος στην εξεταστική διαδικασία χωρίστηκαν με κατιούσα σειρά βαθμολογίας/ αξιολόγησης σε τρεις ομάδες, την ανώτατη, τη μεσαία και την κατώτατη με τέτοιο τρόπο ώστε η ανώτατη και η κατώτατη ομάδα να έχουν τον ίδιο αριθμό εξεταστικών τετραδίων ενώ η μεσαία ομάδα να έχει τον ίδιο ή ένα λιγότερο ή ένα περισσότερο (Ευσταθιάδης, 1993:91). Στους πίνακες δίπλα από τη στήλη με τον αύξοντα αριθμό της κάθε ερώτησης σημειώθηκε ο αριθμός των υποψηφίων από την κάθε ομάδα (ανώτατη, μεσαία, κατώτατη) που έδωσαν την ορθή απάντηση. Ο συνολικός αριθμός των ορθών απαντήσεων για την κάθε ερώτηση σημειώθηκε στην αντίστοιχη στήλη. Ο αριθμός αυτός διαιρέθηκε δια του συνόλου των εξεταστικών τετραδίων και πολλαπλασιάστηκε επί 100 για να βρεθεί το ποσοστό του δείκτη ευκολίας κάθε ερώτησης το οποίο γράφτηκε στην αντίστοιχη στήλη. Οι ερωτήσεις με ποσοστό δείκτη ευκολίας που κυμαίνεται μεταξύ 20% και 80% θεωρούνται συνήθως αποδεκτές. Ερωτήσεις με δείκτη κάτω από 20% θεωρούνται πολύ δύσκολες ενώ όσες έχουν δείκτη πάνω από 80% θεωρούνται πολύ εύκολες (Ευσταθιάδης, 1993:92) για τους εξεταζόμενους στο συγκεκριμένο επίπεδο. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι ο υψηλός δείκτης ευκολίας οφείλεται και στο γεγονός ότι οι υποψήφιοι ενδεχομένως επέλεξαν επίπεδο κατώτερο των δυνατοτήτων τους. Ύστερα από τη διαπίστωση του δείκτη ευκολίας ακολούθησε το επόμενο στάδιο της στατιστικής ανάλυσης όπου ο αριθμός των ορθών απαντήσεων της κατώτατης ομάδας αφαιρέθηκε από τον αριθμό των ορθών απαντήσεων της ανώτατης ομάδας και το αποτέλεσμα γράφτηκε στη στήλη με τον τίτλο «Διαφορά». Η διαφορά αυτή διαιρέθηκε δια του αριθμού συμμετεχόντων στην ανώτατη (ή στην κατώτατη) ομάδα για να βρεθεί η διακριτική ικανότητα της κάθε ερώτησης. Όσο πιο κοντά στο +1 βρίσκεται ο δείκτης διακριτότητας τόσο μεγαλύτερη διακριτική ικανότητα έχει η ερώτηση. Η διακριτική ικανότητα δείχνει το βαθμό στον οποίο η κάθε ερώτηση συμβάλλει στη διάκριση μεταξύ ικανών και λιγότερο ικανών υποψηφίων. Αποδεκτός θεωρείται ο δείκτης πάνω από .30 ενώ ο δείκτης κάτω από .30 θεωρείται ότι δε διαφοροποιεί ικανοποιητικά την απόδοση του εξεταζόμενων. Αυτό συμβαίνει όταν η ερώτηση είναι πολύ εύκολη ή πολύ δύσκολη, επειδή τότε η αριθμητική διαφορά μεταξύ ανώτατης και κατώτατης ομάδας είναι πολύ μικρή έως ανύπαρκτη για να δώσει αποδεκτό αποτέλεσμα.

Σε γενικές γραμμές, καλή θεωρείται η ερώτηση που συνδυάζει έναν αποδεκτό δείκτη ευκολίας (μεταξύ 20% και 80%) και έναν αποδεκτό δείκτη διακριτότητας (πάνω από +.30). Όσο ο δείκτης ευκολίας κυμαίνεται γύρω στο 50% με 55% και ο δείκτης διακριτότητας βρίσκεται πάνω από το .50 με .60 η σχετική ερώτηση είναι δεκτή από καλή ως πολύ καλή. Για παράδειγμα, η ερώτηση 10 στη δεξιότητα της κατανόησης γραπτού λόγου, στο Β΄ επίπεδο του έτους 2002 έχει δείκτη ευκολίας 53 και δείκτη διακριτότητας .68. Οι τιμές αυτές δείχνουν ότι η συγκεκριμένη ερώτηση είναι ιδανική και επειδή ο δείκτης ευκολίας είναι πολύ καλός και γιατί η ερώτηση διακρίνει τους υποψήφιους της ανώτατης ομάδας από εκείνους της κατώτατης. Συγκεκριμένα, σε σύνολο 60 ορθών απαντήσεων, οι 34 ανήκουν στην ανώτατη ομάδα, οι 18 στη μεσαία και οι 8 στην κατώτατη ομάδα.

1 Προτείνεται η ανάγνωση του κειμένου και των πινάκων να γίνεται ταυτόχρονα.

Τελευταία Ενημέρωση: 22 Φεβ 2008, 15:30