Βιβλιογραφία 

Μεταφράσεις της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας σε άλλες γλώσσες 

Συστηματική καταγραφή με αναλυτικές πληροφορίες ανά μετάφραση/έκδοση 

Οι μεταφράσεις έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας στην ολλανδική γλώσσα

Το κείμενο αυτό είναι γραμμένο το 2002 και αναφέρεται στα μέχρι εκείνο το έτος δεδομένα για τις μεταφράσεις έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας στην ολλανδική γλώσσα (σημ. επιμ.).

Ίσως χρειάζεται να εξηγήσουμε εισαγωγικά τον όρο «ολλανδικός»: στην Ολλανδία (τις Κάτω Χώρες) και το ολλανδόφωνο μέρος του Βελγίου (τη Φλαμανδία) χρησιμοποιείται η ίδια γλώσσα, η οποία ονομάζεται ολλανδική (και όχι «φλαμανδική»). Για τη μελέτη λοιπόν των μεταφράσεων έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας λάβαμε υπόψη μας τις ολλανδικές μεταφράσεις που κυκλοφόρησαν ως αυτοτελείς εκδόσεις ή στην Ολλανδία ή στο Βέλγιο (βλ. Παραρτήματα 1 και 2). Είναι αλήθεια πως οι περισσότερες από αυτές τις μεταφράσεις εκδόθηκαν στην Ολλανδία. Η σχετική έλλειψη βελγικών εκδόσεων δεν οφείλεται σε μια δήθεν χαλαρή μεταφραστική δραστηριότητα στη Φλαμανδία, αλλά στο γεγονός ότι σχεδόν όλοι οι εκδοτικοί οίκοι έχουν την έδρα τους στην Ολλανδία. Για αυτό οι φλαμανδοί λογοτέχνες και μεταφραστές αναγκαστικά εκδίδουν τα έργα τους στη χώρα μας (κάτι ανάλογο, λοιπόν, με την παρουσία κύπριων λογοτεχνών και διανοουμένων στον ελλαδικό εκδοτικό χώρο).

Αν λάβει κανείς υπόψη του τη μεταφραστική παραγωγή στα ολλανδικά, από τις αρχές του 20ού αιώνα ως σήμερα, είναι φανερό ότι αυτή μπορεί να διαχωριστεί σε τρεις περιόδους: 1900-1930, 1930-1980 και 1980-2002. Στην πρώτη περίοδο κυριαρχεί η προσωπικότητα της κυρίας J.A. Lambert van der Kolf, η οποία ήταν φοιτήτρια του γνωστού νεοελληνιστή D.C. Hesseling (του Πανεπιστημίου του Leiden) και ανέλαβε τη μέριμνα της πρώτης επιστημονικής έκδοσης του μεσαιωνικού μυθιστορήματος Λίβιστρος και Ροδάμνη. Η κυρία Van der Kolf μετέφρασε τις νουβέλες και τα διηγήματα των κυριότερων εκπροσώπων της νεοελληνικής ηθογραφίας, μάλλον επειδή νόμιζε ότι οι λογοτεχνικές απαιτήσεις της αντιστοιχούσαν με τις παρόμοιες δραστηριότητες της δικής μας γενιάς του 1880 (που και αυτή είχε επηρεαστεί βαθύτατα από τον γαλλικό νατουραλισμό). Είναι αξιοσημείωτο όμως ότι η κυρία Van der Kolf δεν μετέφρασε κανένα ποιητικό έργο του Κωστή Παλαμά ή της «σχολής» του, παρόλο που ο Παρνασσισμός και ο Συμβολισμός ήταν λογοτεχνικά ρεύματα εξίσου δημοφιλή στην Ελλάδα και στην Ολλανδία εκείνης της εποχής. […] Γενικά για τις ολλανδικές μεταφράσεις της πρώτης και της τρίτης περιόδου μπορούμε να πούμε ότι εξαρτάται από την πρωτοβουλία και τις προσωπικές προτιμήσεις των μεταφραστών ποιο κείμενο μεταφράζεται και ποιο κείμενο παραμένει αμετάφραστο.

Στη δεύτερη περίοδο όμως δεν κυριαρχεί η ατομική πρωτοβουλία του κάθε ολλανδού μεταφραστή, αλλά η διεθνής ακτινοβολία δύο ελλήνων λογοτεχνών, του Νίκου Καζαντζάκη και του Κ. Π. Καβάφη. Η παρουσία τους στον ολλανδικό εκδοτικό χώρο είναι τόσο έντονη που επισκιάζουν οποιονδήποτε άλλο έλληνα συγγραφέα, το έργο του οποίου έτυχε στα χρόνια αυτά να μεταφραστεί στα ολλανδικά. Επισκιάζουν ακόμα και τον Γιώργο Σεφέρη, του οποίου ποιήματα μεταφράστηκαν για πρώτη φορά μόλις τη δεκαετία του 1960, δηλαδή μετά την απονομή του βραβείου Νόμπελ. Η εκδοτική επιτυχία των μυθιστορημάτων του Καζαντζάκη χρονολογείται στη δεκαετία του 1950 και λίγο μετά. Τότε ακμάζει και θριαμβεύει· αργότερα γίνεται ένα όνομα του παρελθόντος. Είναι τα χρόνια που Ο τελευταίος πειρασμός αποτελεί σκάνδαλο σε θρησκευτικούς κύκλους και που όλος ο κόσμος μαθαίνει το συρτάκι από τον Anthony Quinn. Αν και οι μεταφραστές δεν το δηλώνουν πάντοτε ρητά, μπορούμε να υποθέσουμε με σχετική βεβαιότητα ότι οι περισσότερες μεταφράσεις έγιναν από τρίτες γλώσσες και όχι από το ελληνικό πρωτότυπο.

Ο Καβάφης αποτελεί διαφορετική περίπτωση. Οι πρώτες μεταφράσεις ποιημάτων του κυκλοφόρησαν στα ολλανδικά όχι με βάση την έκδοση των 154 ποιημάτων του (που τότε δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμα), αλλά με βάση τα σκόρπια φυλλάδια που έστελνε ο ποιητής σε φίλους και γνωστούς του. Ένας από τους τυχερούς αποδέκτες καβαφικών φυλλαδίων ήταν ο G.H. Blanken, ο μετέπειτα καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Amsterdam. Ο Blanken άρχισε να μεταφράζει ποιήματα του Καβάφη στη δεκαετία του 1930, συνέχισε τις μεταφραστικές του δραστηριότητες μετά τον πόλεμο και ολοκλήρωσε τη μετάφραση όλων των ποιημάτων (όχι μόνο των 154 αλλά και των νεανικών και των αποκηρυγμένων) στη μνημειώδη δίτομη έκδοσή του που κυκλοφόρησε το 1977 και το 1980. Σε αντίθεση με τον Καζαντζάκη, που η αίγλη του άρχισε να ξεθωριάζει αρκετά γρήγορα, ο Καβάφης ακόμα και σήμερα ζει και βασιλεύει! Εκδίδονται καινούριες μεταφράσεις, υπάρχουν πάμπολλα δοκίμια για την ποίησή του, και δεν είναι λίγοι οι ολλανδοί ποιητές που έχουν επηρεαστεί βαθύτατα από το έργο του. Ουσιαστικά από όλους τους σημαντικούς νεοέλληνες λογοτέχνες, μόνον ο Καβάφης κατάφερε να είναι παρών «νυν και εις τους αιώνας» στην ψυχή των ολλανδών ποιητών και αναγνωστών.

Στην τρίτη περίοδο της μεταφραστικής παραγωγής διακρίνει κανείς εύκολα την έντονη παρουσία του Hero Hokwerda, καθηγητή παλιότερα στο Πανεπιστήμιο του Groningen και σήμερα στο Πανεπιστήμιο του Amsterdam. Από τις πιο αξιόλογές του μεταφράσεις θα ήθελα να αναφέρω Το τρίτο στεφάνι του Κώστα Ταχτσή, Το τέλος της μικρής μας πόλης και Το διπλό βιβλίο του Δημήτρη Χατζή (η πεζογραφία του οποίου υπήρξε και το θέμα της διδακτορικής του διατριβής). Εκτός από τον Ταχτσή και τον Χατζή, ο Hokwerda μετέφρασε ποιήματα του Κ. Γ. Καρυωτάκη, του Νίκου Καββαδία και του Κώστα Μόντη καθώς και πολλά μυθιστορήματα και διηγήματα σύγχρονων πεζογράφων, όπως η Ευγενία Φακίνου, ο Παύλος Μάτεσις, ο Φίλιππος Δρακονταειδής και πολλοί άλλοι. Στον στενό πανεπιστημιακό κύκλο του Groningen εκπαίδευσε και άλλους μεταφραστές, όπως ο Jan Veenstra και η Bernadette Wildenburg (Καραπάνου, Σαχτούρης, Μουτζάν-Μαρτινέγκου). Ο Hokwerda είναι και ο συντάκτης της σειράς αρχαίων, βυζαντινών και νεοελληνικών μεταφράσεων, ονόματι «Obolos» του εκδοτικού οίκου Styx. Σε αυτή τη σειρά κυκλοφορούν οι περισσότερες σύγχρονες μεταφράσεις νεοελληνικής λογοτεχνίας, σε 500 αντίτυπα, που πολύ σπανίως εξαντλούνται μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Εκτός από τον Hokwerda και τη σχολή του, έχουμε το ζεύγος Hans Warren και Mario Molegraaf (ο Warren, που πέθανε πρόσφατα, ήταν γνωστός ολλανδός ποιητής), οι οποίοι δημοσίευσαν αξιοθαύμαστες μεταφράσεις του Καβάφη, του Σικελιανού και του Σεφέρη. Έχουμε επίσης την κυρία Hanka de Haas, η οποία μετέφρασε ελληνικά μπεστ-σέλερ (Ξανθούλης, Ζατέλη, Παπαθανασοπούλου). Βέβαια, από γλωσσική και υφολογική άποψη οι μεταφράσεις της είναι υπέροχες, το ίδιο όμως δεν μπορεί να ειπωθεί για την επιλογή των νεοελληνικών πρωτοτύπων που μεταφράζει. Οι μεταφράσεις του Hokwerda και των μαθητών του, του Veenstra και της Wildenburg, είναι καλές, με κάποιες εξαιρέσεις. Οι Warren και Molegraaf είναι εξαιρετικοί μεταφραστές που ξέρουν να βρίσκουν τη σωστή απόδοση στα ολλανδικά, όμως οι γνώσεις τους της ελληνικής γλώσσας είναι μάλλον περιορισμένες (είναι φανερό ότι βασίζονται και σε μεταφράσεις σε τρίτες γλώσσες).

Παρόλο που τον τελευταίο καιρό εκδίδονται αρκετές μεταφράσεις αξιόλογων νεοελληνικών λογοτεχνικών έργων, δεν μπορούμε δυστυχώς να υποστηρίξουμε ότι αυτές οι μεταφράσεις έχουν μεγάλη απήχηση στο ολλανδόφωνο αναγνωστικό κοινό. Αυτό οφείλεται αφενός μεν στο γεγονός ότι οι εκδοτικοί οίκοι δεν φροντίζουν να προωθούνται επαρκώς οι μεταφράσεις που εκδίδουν (δεν δημοσιεύονται, π.χ., ποτέ στον ευρύτερο ολλανδικό τύπο βιβλιοκρισίες ή διαφημίσεις). Αφετέρου δε, το βαθύτερο ενδιαφέρον για την Ελλάδα και την Κύπρο, πέρα από το καθαρό τουριστικό ενδιαφέρον, είναι δυστυχώς αρκετά περιορισμένο. Υπάρχει ένα τριμηνιαίο περιοδικό (στα ολλανδικά) αφιερωμένο αποκλειστικά στη σημερινή Ελλάδα, το Lychnari, το οποίο έχει περίπου 1.500 συνδρομητές και είναι το μόνο όργανο ενημέρωσης όπου δίνεται κάποια προσοχή και στη νεοελληνική λογοτεχνία. Στα λεγόμενα «λαϊκά πανεπιστήμια» τα ελληνικά διδάσκονται σε ολιγάριθμες ομάδες φιλελλήνων. Και στα Πανεπιστήμια του Amsterdam και της Γάνδης οι νεοελληνικές και βυζαντινές σπουδές προσελκύουν περιορισμένο αριθμό φοιτητών.

Όμως, πέρα από αυτούς τους στενούς κύκλους ελληνολατρών δεν υπάρχει γενικότερα στην Ολλανδία και το Βέλγιο μεγάλο ενδιαφέρον για την Ελλάδα. Η νεοελληνική λογοτεχνία (εκτός βέβαια από τον Καβάφη) είναι άγνωστη στο ευρύτερο κοινό. Φυσικά είναι η μοίρα μικρών χωρών, όπως η Ελλάδα και η Ολλανδία, να παραγκωνίζονται στο περιθώριο και να μην διαθέτουν τα ίδια μέσα ενημέρωσης και προβολής με πιο ισχυρούς πολιτισμούς (τον αγγλοσαξονικό, τον ισπανόφωνο κλπ.). Ωστόσο, δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις συγγραφέων από «ασθενέστερους» γλωσσικά πολιτισμούς οι οποίοι παρά τα γλωσσικά εμπόδια, κατορθώνουν να βρουν αναγνώστες σε όλο τον κόσμο. Το ερώτημα είναι πώς το πετυχαίνουν αυτό. Θα λέγαμε πως δεν είναι μόνο θέμα διαφήμισης εκ μέρους των εκδοτικών οίκων, αυτοπροβολής του συγγραφέα (σε συνεντεύξεις, λογοτεχνικά φεστιβάλ, διαλέξεις στο εξωτερικό κλπ.), και πολιτιστικής πολιτικής κρατικών οργανισμών (όπως το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, το Υπουργείο Πολιτισμού, το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας). Εξίσου σημαντικό, αν όχι σημαντικότερο, είναι το γεγονός ότι το έργο αυτού του είδους συγγραφέων έχει κάτι το παγκόσμιο, κάτι που υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα και που, φτάνοντας σε ξένα εδάφη, αναγνωρίζεται αμέσως ως οικείο.

Το πρόβλημα με τις περισσότερες μεταφράσεις νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι ότι τα έργα που επιλέγονται είναι εντελώς «επαρχιακά» και μιλάνε για μια Ελλάδα που υπάρχει πια μόνο στα τουριστικά φυλλάδια. Εφόσον η «φουστανελοφόρα» Ελλάδα ενδιαφέρει μόνο τους λίγους οπαδούς του φολκλορισμού, είναι λάθος μεγάλο να μεταφραστούν λογοτεχνικά έργα που δεν έχουν καμία σχέση με τη σύγχρονη Ελλάδα, τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό και τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. […]

Οι μόνες μεταφράσεις που είχαν ή έχουν κάποια απήχηση στο ολλανδόφωνο αναγνωστικό κοινό είναι: ο Καζαντζάκης (ως ένα σημείο όμως· δεν διαβάζεται πια από τους νέους), η Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη (στη λαμπρή μετάφραση του γνωστού ολλανδού ποιητή Gerrit Komrij), ο Καβάφης (που έχει μεταφραστεί πάμπολλες φορές), ο Σεφέρης (στην εξαίσια μετάφραση των Warren και Molegraaf) και ο τόμος Spiegel van de Griekse poëzie van oudheid tot heden [Καθρέφτης της Ελληνικής Ποίησης] (μια ανθολογία αρχαίων, βυζαντινών και νεοελληνικών ποιημάτων, σε επιμέλεια των Warren και Molegraaf). Όλες οι άλλες μεταφράσεις διαβάζονται μόνο από τον στενό κύκλο των αναγνωστών του Lychnari και των (αρχάριων) φοιτητών Νεοελληνικής Φιλολογίας, και ίσως από λίγους βιβλιομανείς που διαβάζουν τα πάντα, από το τελευταίο γιαπωνέζικο αριστούργημα ως τον χιλιοστό άδικα παραγνωρισμένο ρώσο συγγραφέα. Αλλά ο εξαιρετικός Οδυσσέας Ελύτης; Ο εξίσου θαυμάσιος Γιάννης Ρίτσος; Δεν διαβάζονται. Ο Κωστής Παλαμάς; Ο Διονύσιος Σολωμός; Δεν μεταφράστηκαν. Γενικά το ενδιαφέρον για τους ποιητές, Έλληνες και μη, περιορίζεται σε λίγα μεγάλα ονόματα: Baudelaire, Rimbaud, Καβάφης, Yeats, Eliot, Mandelstam, Brodsky. Τα μυθιστορήματα, πάλι, πρέπει να είναι μοντέρνα. Εκτός από τους λίγους κλασικούς (Flaubert, Dostojevsky, Kafka, Mann, Svevo κλπ.), η παλαιότερη πεζογραφία, τόσο η ξένη όσο και η ολλανδική, παραμελείται εντελώς. Τα μυθιστορήματα πρέπει να είναι σύγχρονα και επίκαιρα. Οι περισσότεροι αναγνώστες προέρχονται από τη μεσαία αστική τάξη και προτιμούν τα έργα που διαβάζουν να αναφέρονται στα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν και οι ίδιοι. […]

Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι οι μεταφραστές κατά το πλείστον απέτυχαν να βρουν ύλη για μετάφραση που να αντιστοιχεί στις απαιτήσεις του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού στην Ολλανδία και το Βέλγιο. Τα έργα που μεταφράζονται είναι συνήθως αξιόλογα και αντιπροσωπεύουν ό,τι καλύτερο έχει να προσφέρει η ελληνική λογοτεχνία του 20ού αιώνα (μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων του 19ου αιώνα σχεδόν δεν υπάρχουν). Πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι παραβλέπονται συστηματικά όσα λογοτεχνικά έργα έχουν άμεση σχέση με τα κοινωνικά προβλήματα της σύγχρονης πόλης και ιδιαίτερα με τις ραγδαίες εξελίξεις που τα τελευταία 20 χρόνια άλλαξαν ριζικά τις πολιτισμικές συνθήκες όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Στο μεταμοντέρνο, παγκοσμιοποιημένο και νεοφιλελεύθερο κοινωνικό σύστημα οι πολιτισμικές διαφορές εξαλείφονται και χάνονται οριστικά, είτε το θέλουμε είτε όχι. Και αυτό σημαίνει ότι τα προβλήματα και οι επιθυμίες του μέσου έλληνα πολίτη δεν απέχουν πια και τόσο από εκείνα του μέσου Ολλανδού ή Βέλγου. Επειδή οι πανευρωπαϊκές πολιτισμικές συνθήκες σταδιακά συγκλίνουν προς την ίδια κατεύθυνση, θα περίμενε κανείς να μεταφραστούν ειδικά εκείνα τα έργα που δεν παριστάνουν πια την Ελλάδα ή την Ολλανδία των παππούδων μας, αλλά τη σημερινή κοινωνία. Βέβαια, δεν είναι ότι δεν υπάρχουν τα σύγχρονα ελληνικά μυθιστορήματα που θίγουν επίκαιρα κοινωνικά θέματα. Αντιθέτως μάλιστα, η ελληνική λογοτεχνία της τελευταίας εικοσαετίας είναι από κοινωνική και λογοτεχνική άποψη μια από τις πιο ενδιαφέρουσες σε όλο τον κόσμο. Αναφέρω ενδεικτικά τη Μεγάλη πομπή του Αλέξη Πανσέληνου, το Γιάντες της Αμάντας Μιχαλοπούλου και τον Μηχανισμό της σύγχυσης του Μιχάλη Μιχαηλίδη […].

Prof. Dr. MARC D. LAUXTERMANN
Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών Πανεπιστημίου του Amsterdam

Τελευταία Ενημέρωση: 20 Δεκ 2022, 14:21