Βιβλιογραφία 

Μεταφράσεις της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας σε άλλες γλώσσες 

Συστηματική καταγραφή με αναλυτικές πληροφορίες ανά μετάφραση/έκδοση 

Οι μεταφράσεις έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας στην ιταλική γλώσσα

[…]

Παλαιότερα, ιταλοί νεοελληνιστές, όπως ο Vincenzo Rotolo και η Lucia Marcheselli-Loukas, εξέτασαν το ζήτημα των μεταφράσεων της νεοελληνικής λογοτεχνίας στην ιταλική γλώσσα και διαπίστωσαν ότι στην Ιταλία η νεοελληνική λογοτεχνία αντιμετωπίζεται με τα αντανακλαστικά της επιφύλαξης ή και των παραμορφωτικών παρεξηγήσεων με τα οποία θεωρείται κάθε άγνωστη λογοτεχνία. Συνολικά η γνώση της είναι περιορισμένη ή και ελλιπής. Το βάρος αυτής της γνώσης πέφτει στην ποίηση, ενώ οι λόγοι που κάνουν γνωστούς ελάχιστους πεζογράφους, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, σχετίζονται λιγότερο με την αισθητική αξία του έργου τους και περισσότερο με το γεγονός ότι στο έργο τους, διαφημισμένο από άλλα μέσα, όπως ο κινηματογράφος, προβάλλεται μια (εξωραϊσμένη ή και μυθοποιημένη) εικόνα του Νεοέλληνα, αρεστή γενικότερα στους Ευρωπαίους, και ειδικότερα στους Ιταλούς.

[…]

Στο σύνολο των λημμάτων μας αριθμούνται 74 μεταφρασμένοι νεοέλληνες λογοτέχνες (51 πεζογράφοι και 23 ποιητές). Η νεοελληνική λογοτεχνία πριν από τις αρχές του 19ου αιώνα εκπροσωπείται κατά βάση μόνο από δύο μεταφράσεις του Διγενή Ακρίτα (1995, 1996) και μία του Ερωτόκριτου του Βιτσέντζου Κορνάρου (1975· έργου θεωρούμενου από τα σημαντικότερα της νεοελληνικής λογοτεχνίας). Συνεπώς, η παλαιότερη νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση ως σύνολο έργων που διαγράφουν μια συνέχεια και μια εξελικτική πορεία μέσα στον χρόνο, που έχουν ιδιαίτερα γνωρίσματα και εσωτερικές σχέσεις και που συμβάλλουν στη συγκρότηση μιας συλλογικής συνείδησης είναι άγνωστη στην Ιταλία. Στη συντριπτική πλειονότητά τους, λοιπόν, οι μεταφρασμένοι νεοέλληνες λογοτέχνες καλύπτουν την περίοδο της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, δηλαδή της λογοτεχνίας από το 1821 μέχρι σήμερα. Όσον αφορά την κατανομή των μεταφρασμένων συγγραφέων ανάμεσα σε εκείνους που έζησαν στον 19ο αιώνα και σε εκείνους που έζησαν στον 20ό αιώνα -όσο και αν η διάκριση ανάμεσα στις δύο ομάδες είναι σχηματική-, προτιμούνται φανερά οι νεότεροι συγγραφείς, εκείνοι του 20ού αιώνα, και μάλιστα κυρίως εκείνοι της μεταπολεμικής εποχής. Οι μοναδικοί αξιόλογοι συγγραφείς του 19ου αιώνα που μεταπολεμικά παρουσιάστηκαν στο ιταλικό κοινό με ένα βιβλίο τους είναι οι εξής: Γεώργιος Βιζυηνός (2000), Ανδρέας Κάλβος (1988), Ανδρέας Καρκαβίτσας (1995), Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1989), Εμμανουήλ Ροΐδης (1965) και Διονύσιος Σολωμός (1995). Αξίζει μάλιστα να παρατηρηθεί ότι το μεταφρασμένο έργο του Σολωμού είναι το πεζό λογοτεχνικό κείμενό του Η γυναίκα της Ζάκυθος, μέσω μιας έκδοσης που απευθύνεται στο ακαδημαϊκό κοινό, και όχι κάποιο ποιητικό του έργο. Με άλλα λόγια, ο ποιητής που θεωρείται ότι έθεσε τις βάσεις του νεότερου ελληνικού ποιητικού λυρισμού παραμένει άγνωστος στην Ιταλία. Η περίπτωση πάλι της μετάφρασης της Πάπισσας Ιωάννας του Ροΐδη, ενός από τα αισθητικώς δραστικότερα ελληνικά πεζογραφήματα του 19ου αιώνα, δείχνει το μέγεθος της ανυποληψίας που περιβάλλει τη λογοτεχνία μας. Και αυτό γιατί το βιβλίο μεταφράστηκε όχι από το ελληνικό πρωτότυπο, αλλά από τα αγγλικά, και συγκεκριμένα από την αγγλική απόδοση του μυθιστορήματος του Ροΐδη από τον Lawrence Durrell. Εξάλλου στο εξώφυλλο του La papessa Giovanna ως συγγραφέας της φέρεται ο Durrell! Κατά τα άλλα, η προχειρότητα της ιταλικής έκδοσης μαρτυρείται και μόνο από το γεγονός ότι στο βιογραφικό σημείωμα του Ροΐδη αναφέρεται ότι γεννήθηκε στη Συρία (αντί στη Σύρο)!

Τα μεταφρασμένα βιβλία κατανέμονται στα δύο κύρια λογοτεχνικά είδη ως εξής: ποίηση 85 και πεζογραφία 83 βιβλία. Εκτός αυτών των 168 βιβλίων με μεταφράσεις ποιητικών και πεζογραφικών έργων, ελάχιστα είναι τα βιβλία με μεταφρασμένα έργα που ανήκουν σε άλλα είδη, όπως λογοτεχνικά δοκίμια, θεατρικά έργα, κινηματογραφικά σενάρια και συλλογές παραμυθιών. Η ακριβής ποσοτική ισορροπία ανάμεσα στα μεταφρασμένα βιβλία ποίησης και πεζογραφίας τείνει να ανατραπεί, αν δούμε τους αριθμούς των μεταφρασμένων ποιητών και πεζογράφων: 23 ποιητές και 51 πεζογράφοι.

[…]

Συνολικά 67 μεταφράσεις ποιητικών βιβλίων μεμονωμένων συγγραφέων κατανέμονται ισομερώς στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου (1945-2001). Στα βιβλία αυτά προστίθενται 18 ανθολογίες νεοελληνικής ποίησης που εκδόθηκαν κατά την ίδια περίοδο. Μια περιγραφική αλλά και ποιοτική παρατήρηση είναι ότι το ιταλικό ενδιαφέρον για τη νεοελληνική ποίηση επικεντρώνεται, αποκλειστικά σχεδόν, στην ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα, και μάλιστα εκείνη που συνδέθηκε, λιγότερο ή περισσότερο κατά περίπτωση, με την εμπειρία των μοντερνιστικών τάσεων ή κινημάτων. Ο μοναδικός αξιόλογος έλληνας ποιητής του 19ου αιώνα που περιλαμβάνεται στον βιβλιογραφικό κατάλογο με ένα βιβλίο είναι ο Κάλβος. Πρόκειται μάλιστα για έκδοση που απευθύνεται μόνο στην ακαδημαϊκή κοινότητα και όπου η πιστή μετάφραση σε πεζό λόγο (από την Maria Caracausi) δεν αναμετράται αισθητικά με το ελληνικό πρωτότυπο. Διαπιστώνει κανείς ότι σημαντικοί νεοέλληνες ποιητές (κυρίως του 19ου αιώνα) όπως, π.χ., ο Σολωμός, ο Παλαμάς, ο Καρυωτάκης, o Σινόπουλος, είναι άγνωστοι στην Ιταλία.

Αλλά και ως προς την ποίηση του 20ού αιώνα το ενδιαφέρον επικεντρώνεται σε τέσσερις κεντρικές μορφές της, τον Κ. Π. Καβάφη, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Γιάννη Ρίτσο. Αντιθέτως, σε σχέση με το γεγονός ότι οι τέσσερις παραπάνω σημαντικοί ποιητές προσέλκυσαν γενικώς έντονο ενδιαφέρον, παρατηρείται μια σαφής ύφεση του ενδιαφέροντος για τη μεταπολεμική και τη μεταπολιτευτική (ή σύγχρονη) ελληνική ποίηση. Οι μεταφράσεις ποιητών προερχόμενων από αυτό τον ιστορικογραμματολογικό χώρο όχι μόνο είναι λίγες, αλλά και δεν είχαν αξιοσημείωτη απήχηση (Αναγνωστάκης, Βαγενάς, Δημουλά, Σαχτούρης, Υφαντής, Φωστιέρης). […]

Όσον αφορά τους τέσσερις σημαντικούς και πολύ ή αρκετά γνωστούς στην Ιταλία έλληνες ποιητές του 20ού αιώνα, τον Καβάφη, τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο, υπήρξαν ορισμένοι προφανείς εξωκειμενικοί λόγοι, ανεξάρτητοι δηλαδή από την αισθητική ποιότητα του έργου τους, που συνέβαλαν στη θετική μεταφραστική τους τύχη στην Ιταλία. Η βράβευση του Σεφέρη και του Ελύτη με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας είναι ευνόητο ότι πριμοδότησε τις ιταλικές μεταφράσεις της ποίησής τους, αφού όλες οι αυτοτελείς εκδόσεις με ποιήματα και δοκίμιά τους πραγματοποιήθηκαν μετά τη βράβευση αμφότερων με το βραβείο Νόμπελ. Στην περίπτωση πάλι του Ρίτσου, το ευρύ ενδιαφέρον για την ποίησή του στη δεκαετία του 1970 επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την αριστερή ιδεολογική ταυτότητα του ποιητή και το τότε ισχυρό ενδιαφέρον των Ιταλών για την Ελλάδα, λόγω της πολιτικής συγκυρίας (δικτατορία των συνταγματαρχών) και των συναισθηματικών αντιδράσεων που αυτή προκαλούσε στο εξωτερικό. Ενδεικτικό αυτού του επηρεασμού είναι το γεγονός ότι από τα 20 βιβλία με μεταφράσεις ποιημάτων του Ρίτσου, τα 10 εκδόθηκαν τη δεκαετία του 1970, τα εννέα τη δεκαετία του 1980, και μόνο ένα, το τελευταίο, την τελευταία δεκαετία (1993). Η περίπτωση του Καβάφη δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη οποιουδήποτε άλλου νεοέλληνα λογοτέχνη, ποιητή ή πεζογράφου. Πρόκειται πλέον για ποιητή με διεθνή εμβέλεια, ενταγμένο στον παγκόσμιο λογοτεχνικό κανόνα. Επομένως, ο Καβάφης μάλλον δεν προσλαμβάνεται από τους ξένους αναγνώστες του ως εκπρόσωπος της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, αλλά σε μια αποεθνικοποιημένη διάστασή του, με άλλα λόγια όχι ως ο νεοέλληνας ποιητής Καβάφης, αλλά ως ο Καβάφης. Όσον αφορά τις 18 ανθολογίες μεταφρασμένης νεοελληνικής ποίησης, όλες σχεδόν καλύπτουν τη νεότερη ελληνική ποίηση (ανάμεσά τους τρεις ανθολογούν κείμενα της νεότερης κυπριακής ποίησης), με εξαίρεση μία, που είναι ανθολογία κλέφτικων τραγουδιών.

Από τη συνδυασμένη εικόνα των 67 μεταφρασμένων βιβλίων μεμονωμένων ποιητών και των 18 ανθολογίων, διαπιστώνουμε ότι η ποίηση του ελληνικού μοντερνισμού (Γενιά του 1930, Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά, ποίηση της μεταπολίτευσης) είναι σε ικανοποιητικό βαθμό γνωστή στην Ιταλία, με δεδομένο βέβαια το πόσο περιορισμένο είναι το αναγνωστικό κοινό της ποίησης.

[…] Στις μεταφράσεις έργων της νεοελληνικής πεζογραφίας θα πρέπει να προσθέσουμε τρεις πρόσφατες ιταλικές ανθολογίες με διηγήματα νεοελλήνων συγγραφέων (Maspero 1991, Carpinato 1993, Giammateo 1997). Από τα 83 πεζογραφικά βιβλία τα 17 είναι συλλογές διηγημάτων ή σύντομα αφηγήματα (25,48%· τα τρία είναι ανθολογίες διαφόρων διηγηματογράφων), ενώ τα υπόλοιπα 66 βιβλία είναι νουβέλες ή μυθιστορήματα (79,52%). Σημειώνεται ότι η διάκριση ανάμεσα στις δύο παραπάνω κατηγορίες είναι απλώς ενδεικτική, με κριτήριο τη μικρή ή μεσαία-μεγάλη έκταση του μεταφρασμένου κειμένου. Ουσιαστικά πρόκειται για αμέθοδη διάκριση, καθώς στην κατηγορία των «διηγημάτων» έχουν περιληφθεί και κείμενα όπως Η γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού, το Εις το φως της ημέρας του Καβάφη, το Αργώ ή πλους αεροστάτου του Ανδρέα Εμπειρίκου και το Χρονικό των τριών ημερών της Μητροπούλου.

Τα 83 βιβλία μεταφρασμένης πεζογραφίας δεν κατανέμονται ισομερώς στη διάρκεια της περιόδου 1945-2001. Μεγάλος αριθμός των μεταφράσεων πραγματοποιήθηκε την τελευταία δεκαετία και οφείλεται κυρίως στην πρωτοβουλία του εκδοτικού οίκου Crocetti να επιχειρήσει μια τολμηρή απόπειρα, ώστε η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία να βγει από την αφάνεια. Ο συγκεκριμένος εκδοτικός οίκος εξέδωσε κυρίως στη σειρά με τίτλο «Aristea» βιβλία των εξής 14 ελλήνων πεζογράφων: Βασιλικού, Μάρως Δούκα, Ευθυμιάδη, Ζατέλη, Καραπάνου, Καρυστιάνη, Κιουρτσάκη, Κουμανταρέα, Λυμπεράκη, Μάτεσι, Πανσέληνου, Σουρούνη, Άρη Φακίνου και Ευγενίας Φακίνου. Η ισότιμη εκπροσώπηση ανδρών (επτά) και γυναικών (επτά) πεζογράφων στις προτιμήσεις του Crocetti δείχνει την άνθιση της γυναικείας συγγραφικής παρουσίας, αλλά και ευθυγραμμίζεται με το γενικό ευρωπαϊκό ενδιαφέρον εκδοτών και κοινού για τη λογοτεχνία των γυναικών. Ενδεικτικό του στόχου του Crocetti να γίνει γνωστή η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία είναι το γεγονός ότι οι επιλογές των προς μετάφραση βιβλίων ευνοούν σταθερά τα εντελώς σύγχρονα βιβλία, τα οποία γνώρισαν ευρεία αποδοχή από το ελληνικό κοινό και μεταφράζονται σε πολύ μικρή χρονική απόσταση από την ελληνική έκδοση. Έτσι, δεν επελέγησαν προς μετάφραση μερικά έστω από τα καταξιωμένα στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού και της λογοτεχνικής και φιλολογικής κριτικής πεζογραφικά έργα των τελευταίων δεκαετιών, της μεταπολεμικής ή και της πρώτης μεταπολιτευτικής εποχής, όπως, π.χ., η τριλογία Ακυβέρνητες πολιτείες του Στρατή Τσίρκα, το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου ή βιβλία του Χατζή και του Φραγκιά.

[…]

Η βασική διαπίστωση που προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων είναι ότι τα κενά στη γνωριμία του ιταλικού κοινού με τη νεοελληνική λογοτεχνία είναι μεγάλα και δυστυχώς, όπως δείχνουν όλες οι ενδείξεις, πάρα πολύ δύσκολα θα καλυφθούν. Παρά το γεγονός ότι στη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας σημειώθηκε σημαντική αύξηση στον αριθμό των μεταφρασμένων έργων ιδίως της νεότερης πεζογραφίας, ο συνολικός αριθμός μεταφρασμένων έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας παραμένει μικρός, με αποτέλεσμα αυτή να αντιμετωπίζεται ως μια άγνωστη, περιφερειακή λογοτεχνία. Η διαπίστωση αυτή αφορά τόσο τη νεοελληνική παραδοσιακή ποίηση μέχρι την περίοδο του Mεσοπολέμου, όσο και την πεζογραφία μέχρι και τη μεταπολεμική εποχή.

Η περιορισμένη διάδοση της νεοελληνικής λογοτεχνίας λειτουργεί, ωστόσο, αντιστρόφως ανάλογα με την ποιότητα των μεταφράσεων (και την αξιοπιστία των μεταφραστών). Όσο, δηλαδή, η νεοελληνική λογοτεχνία μεταφράζεται στην Ιταλία σε μικρό βαθμό και από, κατά τεκμήριο, ελληνομαθείς και εξοικειωμένους μαζί της μεταφραστές (όπως οι νεοελληνιστές), η ποιότητα των μεταφράσεων θα παραμένει σε καλό ή πολύ καλό επίπεδο. Μόνο αν δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις για μια γενικευμένη ή μαζική μεταφραστική έξοδο της λογοτεχνίας μας στην Ιταλία, πιθανόν να σημειωνόταν μείωση της ποιοτικής στάθμης των μεταφράσεων.

Επομένως το κύριο πρόβλημα για την προβολή της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό και εν προκειμένω στην Ιταλία είναι το γεγονός ότι σε μια πολύ μεγάλη αγορά βιβλίου, όπως η ιταλική (όπου κυκλοφορούν πλήθος μεταφράσεις κειμένων από όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές λογοτεχνίες), εντάσσονται λιγοστές μόνο καλές μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων μερικών από τους αξιόλογους νεοέλληνες λογοτέχνες. Το πρόβλημα, συγκεκριμένα, έγκειται στη σχεδόν πλήρη αδυναμία να συγκροτηθεί η εικόνα μιας λογοτεχνικής παράδοσης. Η μοντερνιστική ποίηση (από τον Καβάφη μέχρι τη Γενιά του 1930 και έως τη μεταπολεμική και μεταπολιτευτική ποίηση) είναι η μοναδική περιοχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας την οποία αντιλαμβάνεται ο ιταλός αναγνώστης (εννοείται ο ειδικός, επιμελής και συστηματικός αναγνώστης της ποίησης) ως μέρος μιας παράδοσης που έχει τα διακριτά χαρακτηριστικά μιας εθνικής λογοτεχνίας, αλλά και η μοναδική την οποία εντάσσει σε μια κεντρική ευρωπαϊκή ποιητική παράδοση. Για την υπόλοιπη νεοελληνική λογοτεχνία, και ιδίως την πεζογραφία, το ιταλικό αναγνωστικό κοινό ουσιαστικά δεν έχει ακόμη (και πολύ δύσκολα θα αποκτήσει) συγκροτημένη εικόνα. Η κατά καιρούς έξοδος από την αφάνεια ορισμένων νεοελλήνων πεζογράφων και μερικών μεταφρασμένων έργων τους δεν ανατρέπει αυτή την πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, οι ελάχιστοι νεοέλληνες συγγραφείς που γίνονται κάπως γνωστοί, ανεξάρτητα από την ποιότητα του έργου τους και την ποιότητα των μεταφράσεών τους, προσλαμβάνονται από τους Ιταλούς ως λογοτεχνικά «άστεγοι» ή απάτριδες. Το επιχείρημα ότι η λογοτεχνία μιας πληθυσμιακά μικρής χώρας, όπως η Ελλάδα, γραμμένη σε μια γλώσσα που μιλιέται από μερικά μόνο εκατομμύρια ανθρώπων και μάλιστα σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης του γούστου, δεν μπορεί να διαδοθεί σε ευρωπαϊκή κλίμακα, δεν ευσταθεί απόλυτα. Ας σκεφτούμε, π.χ., ότι τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έχει συγκροτηθεί η αίσθηση της παράδοσης της πορτογαλικής λογοτεχνίας, μιας λογοτεχνίας δηλαδή προερχόμενης από χώρα πολλαπλά συγκρίσιμη -πληθυσμιακά, οικονομικά, γεωγραφικά- με τη δική μας.

[…]

Η επιλογή των προς μετάφραση έργων οφείλει να γίνει με βασικό, αν όχι αποκλειστικό κριτήριο τη λογοτεχνική τους αξία. Όσο και αν η λογοτεχνική αξία είναι αστάθμητη και μεταβάλλεται μέσα στον χρόνο, καθώς προσδιορίζεται, σε σημαντικό βαθμό, από τον εκάστοτε ορίζοντα προσδοκιών του αναγνωστικού κοινού (ορίζοντα προσδοκιών που σχηματίζεται και από εξωαισθητικά κριτήρια, όπως, π.χ., η νοοτροπία και η ιδεολογία), πρέπει να παραμείνει το βασικό κριτήριο επιλογής. Η πριμοδότηση της λογοτεχνικής αξίας ως κριτηρίου επιλογής των προς μετάφραση έργων, λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα με ένα κριτήριο επιλογής που συχνά παρεισφρέει στις συζητήσεις γύρω από τη διάδοση της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Πρόκειται για την ελληνικότητα των λογοτεχνικών κειμένων. Το να επιδιώκουμε όμως να προσέξουν οι Ευρωπαίοι, και γενικότερα οι ξένοι, τη λογοτεχνία μας για την ελληνική μας ταυτότητα, δηλαδή για τη διαφορετικότητά μας, την οποία νομίζουμε μάλιστα ότι μπορούμε να την προτείνουμε ως εναλλακτικό τρόπο σκέψης και ζωής, αυτό δεν είναι παρά κατάλοιπο ενός ναρκισσιστικού συνδρόμου ανωτερότητας. Η ανάδειξη της εντοπιότητας ή της ιθαγένειας της τεχνοτροπίας, των χαρακτήρων ή των θεμάτων ενός λογοτεχνικού κειμένου δεν συναρτάται με την εθνική του ταυτότητα, αλλά με τη λογοτεχνική του αξία. Συνεπώς, δεν πρέπει να επιδιώκουμε τη στροφή της προσοχής των ξένων στην «ελληνική» λογοτεχνία, αλλά σε ό,τι λογοτεχνικά άξιο έχει να προτείνει η παλαιότερη και σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία στο σημερινό διεθνές κοινό.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣΕπίκουρος Καθηγητής Νεοελληνικής ΦιλολογίαςΤμήμα Φιλολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών

Ενδεικτική βιβλιογραφία

  1. ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΚΟΣ. 1999. Οι Έλληνες συγγραφείς και η Ιταλίδα «Αριστέα». Το Βήμα, 1 Ιουνίου, Α28/52.
  2. CARPINATO, CATERINA, μτφρ. 1993. Nuovi Narratori Greci [Νέοι έλληνες διηγηματογράφοι]. Letterature. Ρώμη: Theoria (2η έκδ. 1996).
  3. ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ, ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ. 1995. O ελάσσων και ο κρυμμένος Kαβάφης στα ιταλικά. Σκέψεις για τη μετάφραση της ποίησης με αφορμή το βιβλίο K.P. Kavafis, Poesie rifiutate e inedite, a cura di Massimo Peri, Imprimitur, Padova 1993 (Dipartimento di Scienze dell'Antichità. Università di Padova, Studi testi documenti 2). Ποίηση 5 (Άνοιξη):216-228.
  4. DI SALVO, INES. 1977. Bibliografia scelta di studi neogreci in Italia. 1970-1975. Folia Neoellenica 2:133-155.
  5. ______ . 1982. Bibliografia scelta di studi neogreci in Italia (1976-1980). Quaderni 10. Παλέρμο: Universita di Palermo, Istituto di Filologia Classica.
  6. KOLONIA, AMALIA. 1994. Le traduzioni in Italiano dei libri di autori greci (1945-1994). Δελφοί: Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών.
  7. MARCHESELLI-LOUKAS, LUCIA. 1997. Η πρόσληψη της μετάφρασης. Προβλήματα πολιτισμικού πλαισίου μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας. Στο Η μεταφραστική δραστηριότητα - Πορεία προς την Ενωμένη Ευρώπη (Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών), 50-57. Αθήνα: Σοκόλης.
  8. MINNITI-ΓΚΩΝΙΑ, DOMENICA. 1995. Η διάδοση των νεοελληνικών σπουδών στην Ιταλία. Παρνασσός 37:260-275.
  9. ______ . 2001. Οι ιταλικές μεταφράσεις νεοελληνικών έργων: Διαδρομές πρόσληψης και γλωσσικός προβληματισμός. Πόρφυρας 101 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος):422-432.
  10. OLIVETI, LAURA. 1974. Bibliografia del la letteratura neoellenica in Italia. 1900-1972. Αθήνα: Istituto Italiano di Cultura in Atene.
  11. PERI, MASSIMO. 1981 & 1982. Κριτική επισκόπηση των καβαφικών μεταφράσεων. Μαντατοφόρος 18:5-34 (μέρος Ι). 19:4-37 (μέρος ΙΙ).
  12. ______ . 1987. Le traduzioni dai greci moderni. Premio città di Monselice. Per la traduzione letteraria e scientifica 13-14:29-36.
  13. ROTOLO, VINCENZO. 1982. Επισκόπηση μεταφράσεων και μεταφραστών. Ιταλία 1945-1979. Μαντατοφόρος 19:38-48.
  14. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ & ΘΕΟΔΩΡΑ ΤΣΙΜΠΟΥΚΗ επιμ. 2002. Σύγχρονη ελληνική πεζογραφία: Διεθνείς προσανατολισμοί και διασταυρώσεις. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
  15. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΑΣΜΙΑ-ΛΟΥΙΖΑ. 1986. Βιβλιογραφία μεταφράσεων νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αθήνα: Ε.Λ.Ι.Α.
  16. SEVESO, LUISELLA. 2000. Quante scrittrici ha oggi la Grecia. La collana del l'editore Crocetti [Πόσες συγγραφείς έχει σήμερα η Ελλάδα. Η συλλογή του εκδότη Crocetti]. Il Giorno, 3 Μαρτίου, «Spettacoli & cultura», 23.
  17. VITTI, MARIO. 1988. Οι νεοελληνικές σπουδές στην Ιταλία. Μαντατοφόρος 27:71-74.
Τελευταία Ενημέρωση: 20 Ιαν 2014, 9:00