ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Βώκος, Γεράσιμος

Η Μεγάλη Ιδέα
(απόσπασμα)

ΠΡΟΣΩΠΑ

Ο ΕΛΛΗΝ ΛΥΤΡΩΤΗΣ
Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
ΑΝΕΣΤΗΣ ΚΟΥΖΗΣ, ΠΡΟΕΣΤΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΑΡΝΑΚΙΩΤΗΣ, ΧΩΡΙΚΟΣ
ΒΑΡΔΑΡΗΣ, ΑΡΜΑΤΩΛΟΣ
Ο ΠΑΤΕΡ ΣΥΜΕΩΝ
ΕΝΑΣ ΧΩΡΙΚΟΣ
Ο ΒΑΡΒΑΡΟΣ ΕΠΙΔΡΟΜΕΥΣ
ΑΡΕΤΗ
ΧΡΗΣΤΙΝΑ
ΦΙΛΟΜΕΝΗ
ΜΟΣΧΟΥΛΑ
ΜΙΑ ΤΥΦΛΗ ΓΡΑΙΑ
ΓΡΑΙΑ ΧΩΡΙΚΗ
ΤΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ ΛΥΤΡΩΤΟΥ. ΟΙ ΣΥΜΜΟΡΙΤΑΙ ΤΟΥ ΒΑΡΒΑΡΟΥ ΕΠΙΔΡΟΜΕΩΣ. ΧΩΡΙΚΟΙ, ΧΩΡΙΚΑΙ, ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ.
Η ΣΚΗΝΗ ΥΠΟΚΕΙΤΑΙ ΕΙΣ ΕΠΑΡΧΙΑΝ ΤΟΥ ΑΛΥΤΡΩΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ

ΔΡΑΜΑ ΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΡΕΙΣ

ΠΡΑΞΙΣ Α΄.

(Ἡ μικρὴ πλατεῖα ἑνὸς χωριοῦ εἰς ἐπαρχίαν τοῦ ἀλυτρώτου ἑλληνισμοῦ. Ἔξω ἀπὸ ἕνα χάνι κάτω ἀπὸ ἕνα μεγάλο πλάτανο εἶνε μαζεμένοι χωρικοί. Βραδυάζει).

Κούζης. (πρὸς τὸν Γεώργιον Βαρνακιώτην.) Μεγάλο πανηγύρι ἦταν πάντα σὰν σήμερα… Εὐαγγελισμοῦ, ἡμέρα ἐπίσημη, ὅλο τὸ ἔθνος γιορτάζει.

Βαρνακιώτης. Μὰ ᾑ ἀνέλπιστες καὶ ἀνεκδιήγητες συμφορὲς ἐχάλασαν τὸ πανηγύρι καὶ ἐσκόρπισαν τοὺς πανηγυριώταις. Δὲν βλέπεις τὸν κάμπο θλιβερὰ ποῦ ξανοίγεται πέρα καὶ ὁ γέρω αὐτὸς πλάτανος ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ φύλλα του σιγοτραγουδάει τὸ παράπονο καὶ τὸ μοιρολόγι…

Κούζης. Ἄλλαις χρονὲς ἀλήθεια, ἦτον εὐτυχία Θεοῦ ἐδῶ πέρα. Ὅλο χαρά, ἀγάπη καὶ τραγοῦδι! Τώρα τὰ πουλιὰ δὲν κελαηδοῦν, οἱ κόρακες μονάχα περνοῦν μαυαρισμένα κοπάδια, ἀπὸ πάνω καὶ κρώζουν…

Κούζης. Κἄτι ποῦ εἶδα, πίστευσε, ποτέ μου δὲν θὰ τὸ ξεχάσω… Εἶνε ἀπὸ τῂς λύπαις ποῦ πρῶτα νεκρώνεται ἡ καρδιὰ καὶ ὕστερα πεθαίνουν ἐκεῖνες… Θυμᾶσαι τὸ Θάνο Βλιάτη καὶ τὸ Ναοὺμ Νάκο;

Βαρνακιώτης. Σώπα, σώπα, θαρρῶ πῶς τοὺς βλέπω ἐδῶ μπροστὰ τὰ μάτια μου μὲ τῂς ἀμέτρητες πληγὲς στὰ στήθη.

Κούζης. Μὰ μήπως εἶνε μονάχα αὐτοί, τὰ θύματα τῶν φονιάδων!.. Ἡ φαμελιὰ τοῦ Γιάννη Χρήστου, τὴν ἴδια ἐκείνη ἀναθεματισμένη ἡμέρα, δὲν ἐξεκλήρισε ὅλη καὶ ἔμεινε μονάχα ἡ θυγατέρα του ἡ πεντάρφανη Ἀρετή;

Βαρνακιώτης. Καὶ τὶ ἔμορφη κόρη ἡ Ἀρετή!

Κούζης. Ἔμορφη σὰν Παναγιὰ καὶ μὲ καρδιὰ ἀτρόμητη. Λένε πῶς αὐτὴ ἐπρόλαβε καὶ ἔσωσε πολλαὶς ἄλλαις γυναῖκες μὲ τὸ ντουφέκι στὸ χέρι.

Βαρνακιώτης. Κακό κι' αὐτό ἀπό τ' ἀνέλπιστα! Τί εἶνε ἡ ζωήμας νὰ μὴν ἔχῃ καὶ τὴν ἀσφάλεια στὴ κακοπάθειά της καὶ εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦ καθημερινοῦ ψωμιοῦ; Μὰ καὶ τὶ εἶνε καὶ τὸ ἔθνος αὐτὸ τὸ δυστυχισμένο! Ἕναν αἰῶνα τώρα μάχεται γιὰ ἐλευθερία… Ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοὶ πολεμοῦν γιὰ ἄλλα συμφέροντα.

Κούζης. Καὶ τὸ κάτω κάτω τῆς γραφῆς τὶ ζητᾶνε ἀπό μᾶς αὐτοὶ οἱ βάρβαροι;

Βαρνακιώτης. Νὰ λῃστέψουν τίποτα παραπάνω, λένε ἀκόμα πῶς θέλουν νὰ ἐλευθερώσουν τὴ χώρα καὶ ὅ,τι εἶνε ξένο νὰ τὸ ἁρπάξουν αὐτοὶ καὶ ὅποιος δὲν εἶνε ἀπὸ τὴ φυλή τους νὰ γείνῃ στανικῶς δικός τους.

Κούζης. Μὲ τοῦτα τὰ φοβερὰ ἐγκλήματα!

Βαρνακιώτης. Ναὶ μὲ τοῦτα τὰ φοβερὰ ἐγκλήματα! (ἔρχεται ὁ Βάρδαρης).

Βάρδαρης. Γειά, χαρά σας… Σιγολέτε αὐτοῦ δίχως ἄλλο τὴ μικρὴ ἱστορία τοῦ χωριοῦ…

Βαρνακιώτης. Σὰν γέροι βλέπουμε τὴ κατάντια μας καὶ τὴν ἀπελπισία μὲ θολωμένα μάτια…

Βάρδαρης. Ἐγὼ ἔχω ἄλλη γνώμη. Ποτές μου δὲν δίνομαι ὁλάκερος στὸν πόνο μου, τὸν πέρνω γιὰ ἐκδίκησι στὴ καρδιά μου… Κυττάξετε αὐτὸν τὸ γέρω πλάτανο. Χωρὶς νερὸ δὲν ψηλώνει… Ἔτσι καὶ ἡ ἐλευθερία, λένε, χωρὶς αἷμα δὲν ζῇ… Καὶ νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ ἐγώ; Ἄδικα ποτὲ δὲν θὰ πάω… Στὸν τόπο τῆς ἀξίνας μου θὰ βάλω ἕνα ντουφέκι… Ἐμένα μὲ λένε Βάρδαρη καὶ χωρὶς νὰ θέλω νὰ γυρίσω στὰ πίσω χρόνια γιὰ νὰ βρῶ τὴ δόξα ποῦ ἔχει τ' ὄνομά μου, θὰ τὸ δοξάσω μονάχος μου ἐγώ… Ἐμένα πρὶν ὁ Τοῦρκος ἢ ὁ Βούλγαρος μοῦ πάρουν τὸ κεφάλι, θὰ προσπαθήσω νὰ τοὺς τὸ πάρω ἐγώ, πρὶν ἔλθουν νὰ μοῦ τινάξουν τὴν καλύβα μου στὸν ἀέρα θὰ τὴν τινάξω μονάχος μου. Εἶνε νόμος τοῦ Θεοῦ αὐτός. (παῦσις Κυττάζει πρὸς τὸν δρόμον τοῦ χωριοῦ.) Μὰ γιὰ σταθῆτε… Ξανοίγω πολλοὺς ἀπὸ τοὺς δικούς μας…

Κούζης. Θὰ τοὺς φέρνῃ ἡ παληὰ συνήθεια στὸν τόπο τοῦ πανηγυριοῦ… Βλέπω τὸ δάσκαλο καὶ τοὺς ὁδηγάῃ… Νὰ καὶ ἡ Ἀρετὴ καὶ ἡ Χρηστίνα καὶ τὰ ἄλλα κορίτσια. (ἔρχονται ὁ Δάσκαλος, ὁ πάτερ Συμεών, ἡ Ἀρετή, ἡ Χρηστίνα, ἡ Φιλομένη, ἡ Μοσχοῦλα, χωρικοὶ καὶ χωρικαί.)

Βάρδαρης. Μὲ τὴν καλὴ τὴν ὥρα, τέτοια ἡμέρα, καλὰ ἐκάνατε καὶ ἤρθατε… Ἡ Παναγία νὰ μᾶς βοηθάῃ, ἀλλὰ νὰ βοηθοῦμε καὶ ἠμεῖς τὴν ἴδια τὴ ζωή μας…

Ὁ Δάσκαλος. Ἔτσι νὰ εἶνε ὅπως τὸ λές, Βάρδαρη. Ἔτσι τὸ λέει καὶ ἡ ἰδική μου ἡ ψυχή… Μὲ τὸ ταχὺ φτερούγιασμά της στοὺς οὐράνιους δρόμους χαιρετάει ἐκείνους ποῦ ἀπέθαναν ἱερὰ καὶ εὐγενικὰ θύματα, χαμογελάει εἰς τοὺς ἀπογόνους ποῦ πρέπει νὰ χαροῦν τὴ ζωὴ ἐλεύθερη. Βάρδαρη, εἶπες προτήτερα ὡραία λόγια καὶ αὐτὰ θὰ τὰ ἰδῇς πράγματα…

Ἀρετή. Ναί, πράγματα θὰ τὰ ἰδῇς, παλληκάρι, ποῦ ἔζησαν οἱ δικοί σου ψηλὰ σ' αὐτὰ τὰ κορφοβούνια…

Βάρδαρης. Ὁ ἔπαινός σου, Ἀρετή, εἶνε μεγάλος γιὰ μένα, πόσῳ ὅμως μὲ συνεπαίρνει ψηλὰ σὲ τέτοιες κορφές…

Ὁ Δάσκαλος. Ὅταν καὶ ἡ γυναῖκα μιλάει ἔτσι, μάχεται ὁ Θεὸς πλέον μαζῇ μας… Καὶ ἡ Ἀρετὴ γνωρίζει νὰ μάχεται γιατί εἶδε κατὰ πρόσωπο τὸ δολοφόνο. Τώρα σέρνει πρώτη μαζῇ μας ὅλο τὸ χορὸ αὐτὸ ἀπὸ τῂς κρινόλευκες παρθένες… Καὶ σὲ μία τέτοια ὁρμὴ ἕνας ὕμνος μας ἐμπνέει στὴ δόξα αὐτῆς τῆς χώρας.

ΧΟΡΟΣ

Χρόνια περνοῦν
αἰῶνες διαβαίνουν,
εἶμαι ἡ πρώτη
τοῦ κόσμου πατρίδα.
Δὲν χάνουμαι
γιατὶ εἶμαι φῶς,
δὲν σβύνω
γιατὶ εἶμαι ἰδέα.
Ἀλύτρωτη μένω,
αἰῶνες προσμένω.
Ἄχ! πότε θἀρθῇς
γλυκὸ ἀγέρι
τῆς λευτεριᾶς;
−Καρτέρει καὶ φθάνω.
Ἀνίκητη μεῖνε,
ὦ χώρα σκλάβα,
στὴ συμφορά.
Κι' ὅπως ἀπὸ σένα
ποτὲ εἶδε ὁ κόσμος
μεγάλο στρατηλάτη
Μεγάλης ἰδέας,
κι' ὅπως ἀπὸ σένα ἔλαμψε νοῦς
ποῦ εἶδε τὸ πᾶν,
στὴν ταπεινή σου τώρα σκλαβιὰ
πάλι θ' ἀνθήσῃ
τὸ δένδρο τῆς λευτεριᾶς
καὶ τὸ γλυκὸ ἀγέρι θὰ φυσήσῃ.

Βάρδαρης. Τὶ ὡραῖο τραγούδι! Πρώτη φορὰ στὴ ζωή μου ἀκούω τέτοιο τραγούδι.

Ὁ Δάσκαλος. Ζῇ μέσα στὴ ψυχή μας αὐτὸ τὸ τραγοῦδι, τὸ λέει ἡ καρδιά μας αὐτὸ τὸ τραγοῦδι, κάθε στροφή του μετράει ἕνα της παλμό, εἶνε ὁ σκοπὸς ποῦ χωρὶς αὐτὸν ἡ ζωή μας δὲν ἔχει κἀνένα λόγο… Ἀκοῦστέ με ἐμένα, ὦ ἄνθρωποι αὐτῆς τῆς πολυβασανισμένης χώρας, ἡ ζωὴ δὲν ἔχει κἀμμιὰ χάρι ὅταν τὴν κρατοῦν τὰ δεσμὰ τῆς σκλαβιᾶς… Καλλίτερα νὰ τῆς λείψῃ τὸ φῶς καὶ ὁ ἥλιος ποῦ τὴ θερμαίνει, καλλίτερα νὰ σβύσῃ εἰς τὰ σκότη τοῦ ᾌδη, ἂν καὶ τέτοια θυσία, ἐγὼ τὸ πιστεύω, τὸ πνεῦμα τὸ αἰώνιο τὴ θέλει ψηλά, πολὺ ψηλὰ, ἐπάνω στὸ Ὄλυμπο τῆς ἀθανασίας…