ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Βλαστός, Πέτρος

Πραγματισμός

ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟΣ[1]

Διάβασα μέ προσοχή τό «Διαλεχτικό Υλισμό», τό άρθρο πού τύπωσε τίς προάλλες ο κ. Σκληρός στό «Νουμά». Ο τρόπος πού ξετάζει τίς διάφορες φιλοσοφικές θεωρίες πού δοκίμασαν ως τά τώρα νά ξηγήσουνε μερικά αινίγματα τής ζωής καί νά ξεδιαλύσουνε τούς κοινωνικούς νόμους, φαίνεται πολύ μεθοδικός, καί τό τελικό συμπέρασμα φανερώνεται μέ τήν αρματωσιά διογέννητης λογικής. Καί νομίζω πώς δέ στραβοκαταλαβαίνω τόν κ. Σκληρό άν πώ ότι κατά τή γνώμη του ο διαλεχτικός υλισμός είναι η μόνη βάσιμη θεωρία, ή καλίτερα τό μόνο μεθοδολογικό σύστημα, πού μπορεί νά μάς χαρίσει τήν αντικειμενική αλήθεια. Η πολλή του σιγουράδα όμως κ' οι πολύ καθαρές ιδέες γεννήσανε μέσα μου περίεργα ρωτήματα. Συλογίστηκα πώς δέν μπορεί νά είναι όλα τόσο θεοφάνερα, καί γλήγορα κατάλαβα τήν αντιλογία νά συνταράζεται μέσα μου.

Εδώ καί λίγα χρόνια ξεφύτρωσε μιά καινούρια φιλοσοφική σκολή γνωστή μέ τό όνομα Πραγματισμός. Οι πραγματιστές δουλέβουνε τά μεταφυσικά κ' επιστημονικά ζητήματα μέ πολύ διαφορετικό τρόπο από τούς δογματικούς υλιστές−καί τέτοιος θαρρώ νά είναι ο κ. Σκληρός−κ' επειδή δέν είναι απίθανο νά μήν τόν πολυξέρουνε ακόμα τόν πραγματισμό στήν Ελλάδα, νομίζω πώς κάποια ωφέλεια μπορούσε νά ξεκαθαριστεί άν προσπαθούσα τώρα να ξετάσω μερικές θεωρίες τού διαλεχτικού υλισμού καί νά τίς βασανίσω λιγάκι μέ τή μέθοδο τού πραγματισμού.

Στήν κριτική μου τούτη θά κοιτάξω ν' ακολουθήσω όσο γίνεται πιό πιστά τούς αρχηγούς τού πραγματισμού−τόν αμερικανό Τζέϊμς καί τόν εγγλέζο Σίλερ−καί θά αποφύγω όσο μού είναι δυνατό νά ξεγυμνώνω τήν ατομική μου γνώμη. Κι ο λόγος τής θεληματικής μου αφασίας είναι μόνο καί μόνο γιατί δέν έχω ακόμα ξετελειώσει τά μεταφυσικά μου διαβάσματα. Μπορεί νά έχω κιόλας ξεγραμίσει τίς κεφαλικές έννοιες καί μπορεί νά συμπαθώ τόν Πραγματισμό, μά δέν έχω ίσαμε τώρα αράξει σέ σύστημα πλέριο καί συμπέρασμα τελειωτικό. Πιθανό μάλιστα καί ποτέ νά μή φτάσω σέ τέτοιο λιμάνι γιατί τέτοια είναι ίσια ίσια τής φιλοσοφίας η μοίρα−τό ασυντέλεστο κριτικό ταξίδι. Βασανίζοντας πάντα νά ζάεις. Καί γι' αφτό δά όσο βρίσκουμαι σέ πλαστική περίοδο, προτιμώ νά μήν ξεσπαθώσω καί γώ μέ πεντακάθαρα δόγματα μά νά βγώ στό φιλοσοφικό πόλεμο αρματωμένος μέ τήν κριτική σφεντόνα μοναχά.

Έχω σκοπό νά ξεσηκώσω δυό μόνο θέματα μέσ' από τό άρθρο τού κ. Σκληρού. Καί φοβούμαι πώς θά είναι καί τά δυό αρκετά μεταφυσικά. Σωστό ίσως νά μού παρατηρηθεί ότι μεταφυσικές νεφελοκοκκυγίες καί βουτήματα μέσα κάτω στήν ασκαντήλωτη θάλασσα τού αναπόδειχτου καί τού προβληματικού, δέν είναι δικές μας έγνοιες καί δέν έχουνε ωφέλεια πλαστική. Όμως παραδέχουμαι καί γώ τή γνώμη μερικών πού λένε ότι τό πιό θετικό πράμα κάθε ανθρώπου είναι ίσια ίσια η φιλοσοφία του. Συνειδητά ή σκοτοσύνειδα, η φιλοσοφία του κυβερνά τήν πράξη του καί κανονίζει τήν κοινωνική του ενέργεια. Κ' είναι καλό σημάδι πώς αρχίζουμε στήν Ελλάδα νά συζητούμε ζητήματα αρχών. Αφτό θαμποδείχνει πώς από τή στενή γλωσσική πολιτική καί τόν προσωπικό κλεφτοπόλεμο προχωρούμε, άν κι ακόμα μπουσουλιστά, πρός γενικότερο πρόγραμμα καί πιό μελετημένη καί πιό συντελεστική ταχτική.

Αρκετά όμως προλόγησα. Τό πρώτο θέμα πού θά ξεχωρίσω είναι καί τό πιό σημαντικό τής φιλοσοφίας, τό κλειδί καί τό κεφαλάρι, η αντίληψη πού κλείνει μέσα της τίς πιό ουσιαστικές συνέπειες. Είναι τό θέμα τού μονισμού καί τού πολισμού, τά δυό αντίμαχα δόγματα πού καταλαβαίνουν τόν κόσμο ή σά μιάν απόλυτη αρχική ενότητα ή σάν πολυμορφία όπου βρίσκουνται σειρές ενωτικές μά πού δέν μπορούμε νά προφητέψουμε άν καμιά μέρα θά καταφέρει νά συνταιριαστεί σέ μιά ολοκληρωτική ενότητα, σέ μιάν «ενέργεια ακινησίας» καθώς τό φαντάστηκε ο Αριστοτέλης.

Ο κ. Σκληρός γράφει−«Όλα τά φαίνόμενα μπορεί κανείς νά τά ξηγήσει μέ δυό τρόπους· ή υπάγοντάς τα σέ μιά μόνο θεμελιώδη αρχή ή τό εναντίο σέ δυό τέτοιες συνυπάρχουσες μαζί. Όλοι όσοι παίρνουν ως βάση μιά μόνον αρχή ονομάζονται συνήθως μονισταί, όσοι δύο δυϊσταί». Ο κ. Σκληρός προγράφει τό δυϊσμό, μά δέ μάς λέει τίποτε γιά τόν πολισμό−δέν ξέρω άν τούς ταφτίζει−κι από όσο παρακάτω αραδιάζει γιά τόν Κάρολο Μάρξ, ότι δηλαδή κατ' αφτόνα «οι αιτίες τών πράξεων τού ανθρώπου βρίσκονται έξω απ' αφτόν», ότι «οι αιτίες είναι λόγοι υλικοί, οικονομικοί», συμπεραίνω πώς ο κ. Σκληρός παραδέχεται τή θεωρία τού υλικού μονισμού. Ομολογώ πώς δέν ξεδιακρίνω πολύ καθαρά στά γραφούμενά του τί είδους μορφή δίνει στό μονισμό του, άν περιορίζεται στήν παραδοχή ότι μόνο ύλη υπάρχει ή άν υπονοεί καί τό δόγμα πώς αναγκαστικά κ' αιώνια μιά καί μόνη αρχή κανονίζει όλα τά πράματα κι όλα τά φαινόμενα−αδιάφορο άν ο άνθρωπος δέν τήν έχει ακόμα ανακαλύψει τήν αφάνερη αφτή τήν Ίσιδα. Όμως έχω καί τήν υποψία πώς ο κ. Σκληρός ταφτίζει τήν αρχή τού μονισμού μέ τό νόμο τής ξετυλιξιάς, μά δέ βρίσκω αρκετή βάση γιά νά βεβαιώσω άν είναι οπαδός τού ξετυλιχτικού καθορισμού. Όπως κι άν είναι άς ξετάσουμε τώρα τό θέμα μας ανεξάρτητα καί δίχως πολεμικές.

Ο κόσμος, μάς λέν, είναι ένας. Καλά. Μά πῶς ένας; Καί πρώτα μπορεί νά είναι ένας γιατί κάνουμε τό ένας όνομα περιληφτικό. Όμως αφτό δέν είναι φυσικά παρά λεχτική εφκολία κι όχι μιάν υπόσταση πραματική. Πραματικές ενότητες υπάρχουν ως τόσο αρκετές. Βρίσκουμε άξαφνα πώς ο τόπος κι ο χρόνος είναι τέτοιοι τρόποι ξακολούθησης, καί πώς μέ τή βοήθεια τους τα χωρισμένα πράματα πού κάνουνε γιά μάς τόν κόσμο βαστιούνται τό ένα μέ τό άλλο καί συγκοινωνούν ολοένα.

Υπάρχουνε κι άλλοι τρόποι ομοδεσιάς. Τέτοιες σειρές επίδρασης πού μάς επιτρέπουνε νά δένουμε μαζί σημαντικά μέρη τού κόσμου είναι η βαροσύνη, η θερμική αγωγή, το φώς. Μά εδώ βρίσκουμε ότι πολύ συχνά η ξακολούθηση (ή ομοδεσιά) κόβεται καί σταματά. Μερικά σώματα άξαφνα δέν αφίνουνε τό φώς νά περάσει, κι άλλα πάλι τή ζέστη. Κ' έτσι αφτού σπάνει ολότελα ή αδυνατίζει σημαντικά η ενότητα τού κόσμου, καί τότες είμαστε αναγκασμένοι νά παραδεχτούμε πώς κάθε τέτοιο σύστημα ομοδεσιάς είναι αληθινό κ' ενωτικό τόσο μόνο όσο φτάνει η ενέργεια κ' η επίδρασή του.

Ο άνθρωπος πάντα πασκίζει νά ενοποιήσει τόν κόσμο ψάχνοντας καί ξετρυπώνοντας καινούριους νόμους, κι αφτό γιατί κάθε ενωσιά σημαίνει μιά εφκολία γι' αφτόνα, τού δίνει κάποιο βολικό τύπο γιά νά πιάνει τόν κόσμο μέ πολλαπλασιαστικές ομοιομορφίες.

Μά δέν τού στέκει ν' αποξεχνά πώς όσο αλήθεια είναι πώς ο κόσμος είναι ένας ίσαμε κεί πού φτάνει κάθε μιά ενωτική σειρά, άλλο τόσο είναι αλήθεια πώς ο κόσμος δέν είναι ένας από κεί πού σταματούνε οι τέτοιες σειρές.

Η πιό σημαντική ομοδεσιά πού μονιάζει μέσα στά πράματα είναι η ενότητα τού είδους. Τά πράματα μπαίνουνε σέ κατηγορίες, συνταιριάζουνται σέ είδη. Κι ό,τι βρούμε αληθινό γιά τό άτομο ενός είδους τό θεωρούμε αληθινό γιά όλα τ' άλλα άτομα τού ίδιου είδους. Απάνω σέ αφτό τό αξίωμα θεμελιώνεται η ανθρώπινη λογική. Κ' ίσως αφτός νά είναι ο πιό σπουδαίος λόγος πού μάς φέρνει νά λέμε ότι ο κόσμος είναι ένας. Κι απόλυτη ομοδεσιά θά βρισκότανε άν αντικρίζαμε πουθενά ένα summum genus πού νά μπορούσε νά κλείσει μέσα του όλα τά πράματα. Όμως αφτό ακόμα νά βρεθεί.

Είναι κι άλλες ενότητες, μερικές όμως. Εννοούμε τήν ενότητα τού σκοπού καί τήν αιστητική ενότητα. Μά εδώ η θεωρία τού πολισμού έρχεται πολύ πιό φυσική από τό μονισμό γιατί σκόπιμη επιμονή καί συνέχεια ιστορική σπάνουνε αρκετά έφκολα κι ανακατέβουνε τά συστήματά τους δίχως συνοχή. Συνυπάρχουνε δίχως νά συγκοινωνούνε συγκρατητά. Καί καθώς είπαμε κιόλας παραπάνω, ίσως νά υπάρχει ένας μονάκριβος καί παραφέντης σκοπός, σύστημα, είδος, όμως τά αποδειχτικά πού έχουμε στά χέρια μας δέ μάς αφίνουν νά γνωμοδοτήσουμε δογματικά καί νά βεβαιώσουμε πώς αλήθεια καρτερεί μιά τέτοια θεμελιώδικη υπόσταση κάτω από τά τριγύρω μας φαινόμενα.

Τά τελεφταία εκατό χρόνια μάς φανερώθηκε ένα καινούριο μεγάλο μονιστικό όργανο−ο ένας Γνώστης, ο Παντογνώστης. Τά πολλά υπάρχουνε μοναχά σάν αντικείμενα τής σκέψης του, καί καθώς αφτός τά γνωρίζει πιάνουνται από ένα σκοπό, συμαζέβουνται σέ ένα σύστημα, μιάν ιστορία φτειάνουνε γιά κείνονα. Η έννοια τούτη μιάς ολαγκαλιάστρας νοητικής ένωσης στά πράματα είναι τό αψηλότερο κατόρθωμα τής ιδεολογικής φιλοσοφίας. Μά πάλι ξεπετιέται μπροστά μας η γνωστή μας αντιλογία ότι ο Παντογνώστης μόνο υπόθεση μπορεί νά είναι, είδωλο ιδανικού πόθου όχι όμως καί σημερινή πραματικότητα. Καί φαίνεται πιό σωστό νά ακολουθήσουμε τόν εμπειρισμό πού περιορίζεται στά πράματα έτσι πού τά ξέρουμε σήμερα. Κι ο εμπειρισμός μάς λέει πώς κάθε τι γίνεται γνωστό από κάποιο γνώστη σύγκαιρα μέ κάτι άλλο· μά στό τέλος μπορεί κιόλας νά βρεθεί πώς οι γνώστες θ' απομείνουνε αμετάτροπα πολλοί καί πώς ο πιό μεγάλος τους γίνεται νά μήν καταλάβει τό σύνολο τής ζωής ή κι ακόμα νά μήν ξέρει πάντα ό,τι έμαθε−γιατί μπορεί καί νά ξεχάσει.

Καί συμπεραίνοντας θά πούμε ότι ο κόσμος είναι ένας όσο εμείς τόνε βρίσκουμε αλυσσοδεμένο, καί πώς δέν είναι ένας όσο εμείς τόνε βρίσκουμε χωρισμένο. Ίσως μέ τήν πρόοδο τής επιστήμης νά βρεθεί ότι ο κόσμος είναι πολύ πιό ενωμένος από όσο τόνε φανταζούμαστε, όμως η τωρινή μας πείρα δέ μάς επιτρέπει νά προϋποθέσουμε απόλυτη ενότητα μέ κανένα καί γιά κανένα τρόπο. Έτσι μάς γίνεται φανερό πώς κι ο πιό υλικός μονισμός είναι άθελα μά αναγκαστικά μιά μορφή κι αφτός τού μυστικισμού.

Κάμποσο, τό φοβούμαι, κοπιάσαμε ανεβαίνοντας τά μεταφυσικά κατσάβραχα. Όμως άν κοιτάξουμε τώρα πίσω τό ζήτημα από δώ ψηλά πού στεκούμαστε μέσα στόν ξεκαθαρισμένο αγέρα τής κριτικής, πιθανό νά μάς φανεί ταιριαζούμενη καί φωτινή κάποια τέτοια υπόθεση−πώς οι διάφορες φυσικές ενωσιές πού βλέπουμε σήμερα τριγύρω μας αληθεμένες μπορεί κι αφτές νά σαρκωθήκανε ξετυλιχτικά μέ τόν ίδιο τρόπο πού ξετυλιχτήκανε καί τά ανθρώπινα συστήματα γιά νά θαραπέψουνε ανάγκες ανθρώπινες. Μιά τέτοια θεωρία θά έβαζε τήν ενότητα τού κόσμου τού φυσικού ως τέλος κ' ίσως γιά σκοπό, όχι όμως καί σάν αρχή αιώνια προκαταβολική. Κ' έτσι μοιάζει σάν πιό λογικό καί πιό φρόνιμο−όσο βρισκούμαστε ακόμα στό δρόμο−νά βασιζούμαστε στόν εμπειρικό πολισμό καί νά μήν ξανοιγούμαστε σέ θεωρίες μονιστικές όσο συμπαθητικές κι ά μάς είναι κι όσο κι ά γνέφουνε καλεστικά πρός κάποιο μυστικό πόθο ενισμού πού φωλέβει στά βάθια τής ανθρώπινης ψυχολογίας. Πρέπει νά μάς φαίνεται αρκετό η γνώση πώς ο πολισμός γίνεται νά είναι μεταβατικός μόνο, καί πώς μπορεί μέ τήν οδήγησή του ν' αντικατασταθεί μιά μέρα η μεταφυσική κ' ειδωλολατρική ιδέα τού απόλυτου μέ τήν πραματική αλήθεια τού ύστατου, τής συντελεσμένης ενότητας.

Καλό, νομίζω, νά μεταφέρω εδώ ένα συλογισμό τού Σίλερ απάνω σέ αφτό τό θέμα. Γράφει−«Η ενότητα πού εμείς ξαγρικούμε ιδεολογικά μέσα στήν πολύμορφη πραματικότητα είναι ενότητα μέσα στά πολλά κι από τά πολλά, καί δέν πρέπει νά τήν παίρνουμε γιά υπόσταση κατηγορηματική ή πιό αληθινά πραματική. Άν αφτό γίνει, τότε τό πρόβλημα τού πῶς σκετίζεται τό ένα μέ τά πολλά αμέσως καταντάει άλυτο, κι αφτό μόνο καί μόνο γιατί δίνοντάς της μιάν ύπαρξη αναγκαζούμαστε σύγκαιρα νά φανταστούμε αφτή τήν ύπαρξη ανάλογη κι ομόλογη μέ κείνη τών πολλών. Όμως αφτό δέ στέκεται άν η δούλεψή της είναι ίσια ίσια νά ενώνει τά πολλά. Γιατί τότε πρέπει νά είναι διαφορετική κι όχι ανάλογη. Ώστε η ανάγκη πού μάς σπρώχνει νά βάζουμε τό ένα γιά θεμέλιο τού κόσμου φανερώνεται τώρα κι αφτή σά μιά φαντασιά τής ίδιας σειράς καθώς κείνη πού μάς μιλά γιά μιάν ουσία πού βρίσκεται χωμένη από κάτω από τά πράματα καί πού ο Λότσε τήν ξέδειξε σφαλτή τελειωτικά».

**

Άς έρθουμε τώρα στό δέφτερό μας θέμα.

Ο κ. Σκληρός μάς λέει−«Αντικειμενικώς μόνο η εξέλιξη υφίσταται η οποία μένει η ίδια γιά όλους, γιατί δέν εξαρτάται από κανένα, έχει δικούς της σιδερένιους νόμους, πού σιγά σιγά οδηγούν τήν κοινωνία από τήν μοιραία στήν ελέφτερη κατάστασή της.»

Δέν είναι δύσκολο νά συμπεράνει κανείς από τέτοια λόγια πώς η ξετυλιξιά έχει δική της αφτότελη υπόσταση, πώς είναι κάτι χωριστό από τόν άνθρωπο, πώς είναι επιφαινόμενο τυραννικό, κάτι πού αλλάζει τόν κόσμο έτσι πού τό θέλει κείνο, ένας θεός κι αφτός δίχως ολύμπια καταγωγή καί δίχως ράσσα, μά θεός πάντα αφού αφτός καί μόνος πλάθει τίς μοίρες καί κανονίζει τά μελλούμενα.

Κι αμέσως θα δοκιμάσω νά ξαφνίσω τόν επικρινούμενο λέγοντας πώς τήν έννοια τής ξετυλιξιάς τήν έκανε ο άνθρωπος καί δέν υπάρχει όξω από τόν άνθρωπο. Γιατί κι αφτή, σάν κάθε άλλος επιστημονικός κανόνας, είναι κατασκέβασμα τού ανθρώπου κι όχι αντικειμενική αλήθεια, είναι τρόπος μελέτης κι όχι εσωτερική οντοσύνη κι αξίωμα ξηγητικό τής ζωής. Κι ακόμα πιό μακριά θά πάω λέγοντας ότι αντικειμενική αλήθεια γιά μάς δέν υπάρχει. Υποκειμενικές μόνο ξέρουμε αλήθειες.

Τέτοιοι αφορισμοί θένε καί κάποια βάσιμη απόδειξη. Καί πρώτα θά ξετάσουμε τό θέμα άν αλήθεια η ξετυλιξιά είναι σιδερένιος κι απόλυτος νόμος. Γιά νά τό δείξουμε αφτό θά πασκίσουμε νά φανερώσουμε άν άλλη καμιά δύναμη όξω από τήν ξετυλιξιά ενεργεί στή ζωή, άν αφτή η δύναμη είναι μηχανική γιά θεληματική, κι άν πάλι τό δέφτερο αληθέβει θά έχουμε νά δούμε άν η θεληματική αφτή ενέργεια είναι από τίς διανοητικές ή πνεματικές κατηγορίες πού ξέρουμε, ή άν πρέπει νά τή βασίσουμε σέ καμιά υποθετική τηλεολογική έννοια άλλου είδους.

Ο Δαρβίνος θέλησε νά δείξει πώς οι συναρμογές κ' οι συνακόλουθες αλλαξιές στό ζωϊκό κόσμο είναι καί μπορετές καί πιθανές χωρίς γι' αφτό νά χρειάζεται νά παραδεχτούμε τήν ύπαρξη κάποιας ανεξάρτητης θέλησης πού νά επιβλέπει τό μηχανισμό τής συναρμογής. Γιά νά τό αποδείξει αφτό είχε νά προϋποθέσει δυό πράματα.

1) Τήν ύπαρξη αλλαξοσύνης στούς ζωϊκούς οργανισμούς, καί

2) Τόν πόλεμο συναμεταξύ τους πού κάνει τούς πιό κατάλληλους νά επιζήσουνε καί πού σύνωρα ξεκαθαρίζει τούς πιό ακατάλληλους.

Παραδέχτηκε κιόλας πώς η αλλαξοσύνη τών οργανισμών είτανε τέτοιας λογής ώστε νά αιτιολογεί τυχερές αλλαξιές πρός κάθε μορφή, καί πώς οι αιτίες τής αλλαξιάς δέν εβνοούσανε ένα είδος αλλαξιάς αντίς άλλο. Μέ άλλα λόγια βασίστηκε στήν υπόθεση πώς η φύση γεννοβολά κάθε λογής αναρίθμητες αλλαξιές, κι ότι από αφτές μερικές, πολύ λίγες, συναρμόζουνται μέ τούς τριγύρω όρους τής ζωής. Ο πολύ πιό μεγάλος αριθμός τους δέν προσαρμονίζεται κ' έτσι χάνεται δίχως διαδοχή. Η φυσική ξεχωρισιά ξεδιαλέγει τούς συναρμοστικούς από τούς ανάρμοστους τύπους, κ' έτσι καταντά νά ξεειδικέβουνται οι οργανισμοί ολοένα καί νά συνταιριάζουνται μέ τούς όρους τής ζωής. Τό σύστημα αφτό είναι καθαρά μηχανικό καί δέν προϋποθέτει καμιά διανοητική ενέργεια. Όμως εδώ ξεφυτρώνουν αντιλογίες.

1) Γιατί κ' η διάνοια νά μή συντελεί κι αφτή στό νά επιζούνε οι πιό ξυπνοί, κ' οι πιό θεληματικοί; Είναι βέβαιο πώς γιά μάς−κ' ίσως γιά όλα τά ζώα, μά πάντα γιά τά ανότερα−η διανοητική ενέργεια είναι πηγή συναρμογής. Είμαστε σίγουροι πώς δέν είμαστε ολότελα αφτόματα. Έχουμε συνείδηση, καί μάς φαίνεται πώς έχουμε καί θέληση. Μά κι άν παραδεχτούμε πώς αλήθεια είμαστε αφτόματα−κατά τή θεωρία τού ψυχοφυσικού παραλληλισμού−μιά παράξενη δυσκολία βγαίνει στή μέση βασισμένη κι αφτή ίσια ίσια πάνω στό δαρβινικό αξίωμα. Άν, καθώς λέγουν, η διάνοια δέν έχει επιζήσιμη αξία, ά δέ συντελεί δηλαδή στήν προκοπή τής συναρμογής, πῶς έλαχε καί μέστωσε τόσο; Κατά τή δαρβινική θεωρία επιζήσιμες μόνο ιδιότητες στεριώνουνται καί μεγαλώνουν. Κ' η διάνοια γιά νά ζήσει καί νά θεριέψει τόσο φαινομενικά πρέπει δίχως άλλο νά έχει τέτοια αξιοσύνη.

2) Τό δέφτερό μας ρώτημα στέκει άν αλήθεια η αλλαξιά είναι απροσδιόριστη καί τυχερή καθώς τή βάφτισε ο Δαρβίνος. Δέν ξέρουμε τάχα τίποτε γιά τίς αιτίες της; Από ποῦ νά έρχουνται οι αλλαξιές, πῶς φανερώνουνται; Είναι στ' αλήθεια τής τύχης γεννήματα ή μήπως δουλέβει καί δώ κάποιος νόμος πιό ψηλός κι από τήν ξετυλιχτική ξεχωρισιά; Αφτά όλα τά αφίνει αναπάντητα ο δαρβινισμός.

Το ουσιαστικό πού θά σημειώσουμε τώρα είναι πώς η δαρβινική προϋπόθεση τής απροσδιόριστης αλλαγής είναι δικιολογημένη όσο τήν εννούμε σάν όργανο μεθοδολογικό γιά τήν έρεβνα καί γιά τό δούλεμα τής θεωρίας τής φυσικής ξεχωρισιάς. Έχουμε όμως τό δικαίωμα νά ρωτήσουμε άν αντιφεγγίζει πραματική αλήθεια.

Από την επιστημονική εργασία πού μπήκε στό σκαρί τά τελεφταία τούτα χρόνια έχει φανερωθεί πώς μερικές επιροές−πού πρώτος ο Λαμάρκος τίς αγνάντεψε−αναγκαστικά ενεργούνε καί στόν αριθμό καί στό χαραχτήρα κάθε αλλαξιάς. Οι ζωντανοί οργανισμοί μένουνε πάντα υπάκουοι στούς γενικούς καί χημικούς νόμους, κ' έτσι αφτοί εμποδίζουνε τό απροσδιόριστο τής αλλαξιάς. Είναι κιόλας πολύ πιθανό πώς προκαλούνε ορισμένα αποτελέσματα στούς οργανισμούς κ' έτσι προσδιορίζουνε ορισμένη σειρά στήν αλλαξιά. Βλέπουμε άξαφνα πώς ο νόμος τής βαροσύνης δέν αφίνει τούς γήινους οργανισμούς νά ξεπεράσουνε κάποιο μέγεθος. Τό ίδιο περίπου τυχαίνει καί μέ τή θερμοκρασία.

Άν όλα αφτά φανούνε σωστά τότε λογικό μάς έρχεται νά πούμε πώς η βασιλεία τού νόμου τής φυσικής ξεχωρισιάς δέν είναι αποκλειστική, καί πώς ο νόμος αφτός δέν είναι άξιος νά ξηγήσει κάθε τί, κι ότι δέν αποτελειώνει τόν κατάλογο τώ συντελεστώνε πού είναι λογικά παραδεχτοί στήν οργανική ξετυλιξιά.

Μερικούς τέτοιους συντελεστές ξεχωριστούς από τή φυσική ξεχωρισιά τούς παραδέχουνται κ' οι ίδιοι οι δαρβινιστάδες−καθώς τό γεωγραφικό απομονάχιασμα, τή φυλογενική ξεχωρισιά, τήν κληρονομική ενέργεια τής χρήσης καί τής αχρησιάς. Άλλους πάλι καθώς τήν αισταντικότητα τών οργανισμών καί τίς συνειδητές τους ενέργειες γιά νά πετύχουνε δικούς τους σκοπούς, δέν τούς αναγνωρίζουνε μά τούς νομίζουνε άξιους νά συζητηθούνε. Όμως τί ρόλο οι τέτοιοι συντελεστές αληθινά παίζουνε στήν ιστορία τών οργανισμών είναι θέμα πού δέ δικάστηκε ακόμα καί δέν μπορεί νά καθοριστεί από σήμερα. Φτάνει γιά το επιχείρημά μας η αναγνώριση πώς δέν είναι μεθοδολογικά απαράδεχτοι.

Από δώ προχωρούμε σέ κάτι γενικότερο. Τολμούμε νά πούμε πώς ο Δαρβινισμός ίσια ίσια δέν αποδείχνει τήν κύρια πρόταση, τήν οργανική ξετυλιξιά. Οι δαρβινικοί συντελεστές ξεχωρίζουνε μερικούς όρους πού παρακολουθούνε τήν ξετυλιξιά τών οργανισμών, όμως μέσα τους δέν έχουνε τίποτε πού αναγκαστικά νά αιτιολογεί τήν ξετυλιξιά. Τό μόνο πού λέγουν είναι πώς η φυσική ξεχωρισιά είναι γενικός όρος πού κλείνει μέσα του κάθε ζωϊκό φαινόμενο είτε ξετυλίγεται είτε όχι. Μπορεί νά εφαρμοστεί σέ είδη πού αλλάζουνε καθώς καί σέ είδη πού μένουνε ασάλεφτα. Η ενέργεια τής φυσικής ξεχωρισιάς δέν έχει αναγκαστικό ακολούθημα πώς ανεξαίρετα κάθε ζωϊκός τύπος θά μεταμορφιστεί. Έχουμε τό παράδειγμα ενός μικρού αριθμού οργανισμών καθός τό Ναφτίλο, τή Lingula, τό γένος Foraminifera, πού δέν αλλάξανε από τούς πρωτινούς γεωλογικούς καιρούς. Καί πιό γενικά μπορεί κανείς ίσως νά γνωμοδοτήσει ότι τό πιό συνηθισμένο αποτέλεσμα τής φυσικής ξεχωρισίας είναι η σταθεροσύνη τού είδους κι όχι η ξετυλιξιά.[2]

Τό επιχείρημα μπορεί νά τραβήξει ακόμα πιό μπροστά δείχνοντας πώς όχι μόνο προοδεφτική ξετυλιξιά μά καί ξεφυλισμός παρουσιάζεται στή ζωή μέ τή βοήθεια πάντα τής αλλαξοσύνης καί τής φυσικής ξεχωρισιάς. Είναι αρκετά φανερό πώς στό σύνολο η ζωή έδειξε πρόοδο, μά κείνο πού θέμε νά τονίσουμε είναι πώς πρόοδο και πισωγύρισμα μαζί δουλέβουνε κάτω από τήν πατριαρχική εβλογία τού νόμου τής φυσικής ξεχωρισιάς. Πῶς λοιπόν εμείς νά λέμε ότι χρωστούμε τό καλιτέρεμα στή φυσική ξεχωρισιά καί νά τής αφοσιώνουμε τυφλή πίστη; Πιό σωστό πρέπει νά μάς φαίνεται τό συμπέρασμα πώς οι ειδικές αλλαγές[3] πού πλάσανε μέ τόν καιρό τίς σημερινές ζωϊκές μορφές δέν είναι δυνατό νά έχουνε γιά αιτία ένα μονάχο ανάλλαχτο νόμο. Πρέπει νά βρούμε τήν αιτία σέ δύναμες πού ίσως νά μή δουλέβουνε ξακολουθητικά μά πού μεταχειριστήκανε γιά σύνεργό τους τη φυσική ξεχωρισιά. Ξεκαθαρίζεται έτσι η έννοια πώς χρειάζεται νά υποθέσουμε στή ζωή κάποιον άλλο συντελεστή κοντά στη φυσική ξεχωρισιά. Μερικοί προτείνουνε τήν ύπαρξη κάποιας πνεματικής αρχής, κι ο δαρβινισμός ύστερα από τήν κριτική πού τού κάναμε δέν μπορεί βέβαια ν' αποκλείσει μιά τέτοια υπόθεση, όμως είμαστε πρόθυμοι νά τό ομολογήσουμε πώς η επιστήμη ακόμα δέν απάντησε τήν απόδειξη ούτε κάν τά αχνάρια τής παρουσίας καμιάς τέτοιας αρχής.

Άλλος ένας λογικός περιορισμός τού δαρβινισμού είναι ακόμα πιό θεμελιακός. Είδαμε πώς ο δαρβινισμός δέ μάς δίνει καμιά θεωρία γιά τήν αρχή τής αλλαξοσύνης, πώς ούτε φέρνει αναγκαστικά στή μεταλλαγή τών ειδών, πώς ούτε υπονοεί τήν καλιτέρεψη τής συναρμογής ούτε μπορεί νά ξηγήσει τό φαινόμενο τής πρόοδος. Μά παραπέρα καί παραπάνω από όλα αφτά δέν ξηγεί καί τήν αρχή τής συναρμογής. Λίγη συλογή θά μάς φωτίσει νά δούμε ότι χρειάζεται νά προϋπάρχει ένα κάποιο ποσό συναρμογής προτού αρχίσει νά δουλέβει ο νόμος τής φυσικής ξεχωρισιάς. Μέ άλλα λόγια πρέπει πρώτα νά υπάρχουν οι κατάλληλοι προτού γίνει μπορετό νά ξεχωριστούνε καί νά επιζήσουνε οι πιό κατάλληλοι. Γιά νά γίνει ξεδιαλεγμός ανάγκη νά υπάρχουν οργανισμοί, κ' ένας οργανισμός γιά νά ζεί χρειάζεται νά είναι κιόλας συναρμοσμένος μέ τούς όρους τής ζωής.[4] Καθώς αλλάζουν όμως οι όροι τής ζωής βλέπουμε ότι μερικοί οργανισμοί έχουνε τήν αξιοσύνη νά συναρμόζουνται μέ τούς νέους όρους, καί πάλι πώς άλλοι δέν τήν έχουνε αρκετή ή και καθόλου, κ' έτσι χάνουνται από το πρόσωπο τού κόσμου. Αφτόνε τό μηχανισμό τόνε στολίζουμε μέ τό όνομα φυσική ξεχωρισιά, μά τό όνομα δέ μάς φανερώνει γιατί μερικοί οργανισμοί νά είναι πιό άξιοι από άλλους στό νά συναρμόζουνται σέ αλλαγμένους όρους ζωής καί στό νά ξετυλίγουνται προοδεφτικά.

Άν τώρα κοιτάξουμε σπουδαστικά τή σκάλα τής ζωής, θά παρατηρήσουμε πώς τότε μόνο βρίσκουμε ουσιαστική οργανική καλιτέρεψη όταν πιά φτάσουμε σέ οργανισμούς πού φανερώνουνε τήν ύπαρξη διανοητικής δύναμης. Μόλις παρουσιαστούνε όντα πού έχουνε μπροστά τους σκοπούς, πού καταλαβαίνουνε τί γι' αφτούς είναι καλό κι ωφέλιμο, πού θυμούνται καί στοχάζουνται, πού πλάθουνε ιδανικά καλίτερης ζωής, αμέσως βλέπουμε νά θεμελιώνεται καί νά ενεργεί μιά τάση, σκεδόν ίσως μιά εξουσία, που θέλει όχι μόνο τή ζωή όπως βρίσκεται καί είναι, μά καλίτερη, πιό γεμάτη, πιό ξετυλιγμένη.

Ίσως νά ἐρωτηθεί−καί ποιά είναι τέλος η αξία τοῦ δαρβινισμού; Θά απαντήσουμε−η αξία του στέκεται στό ό,τι θεμέλιωσε μιά γιά πάντα τή γενική καί σημαντική αλήθεια πώς η φυσική ξεχωρισιά είναι όρος τής οργανικής ζωής. Καθώς όμως τό δείξαμε καί παραπάνω, ο Δαρβίνος έκανε μιά τολμηρή αφαίρεση γιά νά καταφέρει νά συμπιάσει αφτή τήν αλήθεια. Ξεμονάχιασε δηλαδή τό συντελεστή−τή φυσική ξεχωρισιά−πού ήθελε νά μελετήσει, καί σύγκαιρα έκανε τήν υπόθεση πώς όλοι οι άλλοι συντελεστές μένουν ουδέτεροι καί βουβοί καί παράλυτοι. Μά έτσι καί τό αποτέλεσμα μιάς τέτοιας μελέτης καταντά κι αφτό μιάν αφαιρεμένη έννοια.

Άς τό πούμε κι αλλιώτικα γιατί αφτό είναι τό κεντρικό σημάδι πού θέμε νά φωτίσουμε. Γιά ν' αποφύγει ο Δαρβίνος τίς δυσκολίες πού θά τόν κουτουλούσανε άν παραδεχότανε από μίας αρχής πώς υπάρχει κάποια ορισμένη τάση αλλαξιάς, προτίμησε νά προϋποθέσει ότι γενικά η αλλαξιά δέν παίρνει κανένα ορισμένο δρόμο, κι όχι μόνο αφτό μά πώς κιόλας οι απροσδιόριστες αλλαξιές είναι καί τυχερές. Μέ άλλα λόγια πήρε τήν απόφαση νά μήν ξετάσει από ποῦ έρχουνται οι αλλαξιές. Δέν τόν κατηγορούμε γι' αφτό, γιατί όταν η ανάλυση γίνεται προσεχτικά τέτοιοι κανόνες−περισιμωτικοί τής αλήθειας−εφαρμόζουνται αρκετά καλά καί στά πράματα. Ως τόσο δέν πρέπει νά ξεχνούμε πώς η θεμελιώδικη βάση τού Δαρβινισμού είτανε αρχικά μεθοδολογική, δηλαδή τέτοιας λογής απλοποίηση τών πραμάτων πού νά βοηθά τήν ανάλυση καί νά εφκολύνει τούς συλογισμούς. Όλες οι επιστήμες καθημερινά μεταχειρίζουνται αφτή τήν τέχνη, καί γιά νά κάνουμε τό νόημά μας πιό φανερό θά αναφέρουμε κι άλλο ένα παράδειγμα παρμένο από τήν πολιτική οικονομία.

Η οικονομολογική επιστήμη βασίζεται στήν προϋπόθεση τού οικονομικού ανθρώπου. Δηλαδή προϋποθέτει· 1) ότι ο άνθρωπος είναι απόλυτα δουλεφτής, ότι κανενός είδους συγκίνηση δέν τόν ξετραβά από τη δουλιά του· 2) ότι είναι απόλυτα ξυπνός, ότι πάντα ξέρει τά πιό αποτελεσματικά μέσα γιά τό σκοπό του, ότι πάντα βγάζει από τή δουλιά του τήν πιό μεγάλη ωφέλεια πού γίνεται· καί 3) ότι είναι απόλυτα εγωϊστής, καί πώς κανενός είδους συλογή δέν έχει τή δύναμη νά τόν εμποδίσει νά είναι παντού καί πάντα τέλεια πλουτοφόρα μηχανή.

Τό απλούστεμα αφτό στάθηκε πολύ χρήσιμο γιά νά μελετηθούνε τά οικονομικά φαινόμενα στίς κοινωνίες, μά κι αφτό μένει μιά μεθοδολογική υπόθεση, καί δέν είναι σωστό νά τής δώσουμε τό δικαίωμα νά καθιερώσει τήν πολιτική οικονομία σάν πραματική αλήθεια. Οι περισσότεροι κοινωνιολόγοι τό ξέχασαν όμως αφτό καί μέ βάση ένα φάντασμα−τόν οικονομικό άνθρωπο−συνεφιαστήκανε μέσα σέ κοσμοσώστρες μά άπλερες κοινωνικές θεωρίες. Καί τυχαίνει σέ όλες τίς επιστήμες ν' απολησμονούνε οι σοφοί πώς όλες αφτές οι προϋποθέσεις είναι μεθοδολογικές, καί πώς δέν είναι αναγκαστικά αληθινές επειδή σταθήκανε βολικές γιά να μελετηθούν τά πράματα. Η επιστημονική ειδωλολατρεία εδώ έχει τήν πηγή της.

Η αφαιρεμένη έννοια τού οικονομικού ανθρώπου είναι κιόλας καλό παράδειγμα γιά νά δούμε σέ τί αποτελέσματα μάς σπρώχνουνε κάποτες οι ακρισίες καί τά βιαστικά τής πίστης. Φτάνει καί μιά μοναχά ματιά νά ρίξουμε γύρω μας γιά νά ξαφνιστούμε μέ τόν όλεθρο πού προξένησε τό είδωλο τού οικονομικού ανθρώπου. Ξεχαρβαλώνει ολοένα τήν πολιτική καί κοινωνική συνοχή, καί ξεριζώνει κάθε ηθική νομοθεσία. Κι άθελα γίνεται η αιτία αντίδρασης πού κατρακυλά πρός τόν επαναστατικό σοσιαλισμό.[5]

Τό πόρισμα τής κριτικής μας βγαίνει τώρα ότι ο δαρβινισμός, καθώς όλοι οι μηχανικοί νόμοι τής ξετυλιξιάς, αρχίζοντας από τό νόμο τού Σπένσερ γιά τήν ξεειδίκεψη, σταματούνε στό ίδιο σημάδι−στήν αποτυχία τους να ξηγήσουνε τό ιστορικό φαινόμενο τής πρόοδος. Κ' έτσι βρισκούμαστε μπροστά σέ δίλημμα−ή πρέπει νά παραδεχτούμε τήν ύπαρξη κάποιου άγνωστου μηχανικού νόμου τής ξετυλιξιάς πού νά μάς αιτιολογεί τήν πρόοδο, ή πρέπει νά καταφύγουμε στήν πεποίθηση πώς η διανοητική ενέργεια[6] συμπιάνει στη μόρφωση τών νόμων τής ζωής, καί πώς δέν είναι ίσως κι απίθανο νά κρύβεται μέσα στή φύση κάποιος τηλεολογικός σκοπός.

Ο καθένας μπορεί νά διαλέξει ό,τι προτιμά. Καί θά προτιμήσει τό πρώτο ή τό δέφτερο κατά τήν ιδιοσυγκρασία του. Αν είναι σκληρόμυαλος θά πάει μέ τό μηχανικό εμπειρισμό, άν είναι μαλακόμυαλος θ' ακουμπήσει στήν τηλεολογική πίστη.

**

Από δώ μάς ανοίγεται ο δρόμος πρός τό γενικότερο θέμα τής αλήθειας.

Οι περισσότεροι συνηθίζουνε νά φαντάζουνται τήν αλήθεια σάν κάτι αντικειμενικό κι αμετάβλητο, κι ο πιό κοινός ορισμός της είναι· αλήθεια=συμφωνία ή αντιστοιχία ή συνταίριασμα τής ιδέας μέ τήν πραματικότητα. Κι αφίνοντας αλάργα τήν ξέταση τής έννοιας τής πραματικότητας θά πάμε ίσια στό ρώτημα−Πῶς θά γνωρίσουμε άν η αλήθεια ταιριάζει γιά συμφωνεί μέ τό πραματικό αντικείμενο; Γιά νά δικάσουμε αφτό τό ρώτημα πρέπει νά μπορούσαμε νά παραβάλουμε τήν «ιδέα» καί τήν «πραματικότητα», καί νά τίς αντικρίσουμε τήν καθεμιά χωριστά από τήν άλλη. Όμως αφτό φαίνεται αδύνατο.

Υπάρχουνε κι άλλοι ορισμοί τής αλήθειας, μά γιά ν' αποφύγω μακριούς μεταφυσικούς συλογισμούς θά περιοριστώ νά αναφέρω μοναχά τήν έννοια πού δίνει σήμερα στήν αλήθεια η κριτική τού πραγματισμού. Οι πραγματιστές λέγουν πώς αλήθεια είναι τό ωφέλιμο, τό αποτελεσματικό, ό,τι δηλαδή η πραχτική πείρα μάς δείχνει ότι μπορεί νά δουλέψει. Κι αλλιώτικα· αληθινές ιδέες είναι κείνες πού μπορούμε ν' αφομοιώσουμε, νά ξακριβώσουμε καί νά συμπαραστήσουμε, καί νά βρούμε ωφέλιμες στήν εφαρμογή.

Στό σκολιό μάθαμε πώς η αλήθεια προϋπάρχει καί πώς ο άνθρωπος τήνε βρίσκει. Ο πραγματισμός λέει όχι, δέν ξέρουμε άν η αλήθεια προϋπάρχει. Αφτό πού ξέρουμε είναι πώς ο άνθρωπος φτειάνει αλήθειες, δηλαδή νόμους πού έχουνε αξία γιά τή δική του ζωή. Όλες οι αλήθειες του είναι ξετίμησες αξίας καί πλάθουνται μέ τήν πείρα. Κι όχι μονάχα πλάθουνται από τόν άνθρωπο μά κι αλλάζουνται από αφτόνα μέ τόν καιρό. Καινούριες παρατήρησες τόνε φέρνουνε νά βρίσκει καινούριες αλήθειες, κι αφτές πάλι τόν αναγκάζουνε ν' αλλάζει καί νά ξαναταιριάζει ολάκερο τόν όγκο τών αληθειών πού έχει μαζέψει κόλας. Καί δώ εφαρμόζεται πάλι ο νόμος τής ξεχωρισιάς, γιατί ο άνθρωπος κείνες μόνες τίς αλήθειες φυλάγει καί θησαβρίζει πού τίς βρίσκει ωφέλιμες γι' αφτόνα, δηλαδή μένουνε υποκειμενικές−μέ χαραχτήρα όμως γενικό πάντα γιατί τό ξεδιάλεγμα δέν τό κάνει μοναχά τό άτομο μά κ' η κοινωνία.

Καί νά μή νομίσει κανείς πώς μιά τέτοια θεωρία ανοίγει τήν πόρτα σέ κάθε ιδιοτροπία καί κάθε φαντασιά. Είναι ίσια ίσια πολύ δύσκολη. Από τή μιά μεριά τή βαστά τό σύστημα τών αληθειών πού στά περασμένα ξεστράγγισε ο άνθρωπος από τή ζωή, κι από τήν άλλη τήν περιορίζουνε τά φαινόμενα τού τριγύρω κόσμου μελετημένα πάντα μέ τούς μεθοδολογικούς νόμους τής επιστήμης−δηλαδή τήν κοινωνική ωφέλεια−κι όχι παρατημένα στά καπρίτσια τής ιδιωτικής ιδεολογίας ή τρέλας.

Άν ποτέ οι αλήθειες όλες συνενωθούνε σέ μιάν αλήθεια πού νά συνταφτίζεται μέ τήν πραματικότητα, τότε θά βρεθεί κ' η αντικειμενική αλήθεια. Ίσαμε τότες όμως μόνο πάτημα έχουμε τίς υποκειμενικές αλήθειες καί τίποτε περισσότερο.

Κ' έτσι γίνεται φανερό πώς ο πραγματισμός βλέπει τήν απόλυτη αλήθεια μπροστά ενώ οι παλιές θεωρίες τή φαντάζουνται πίσω αιώνια καί πρωτάρχιστη καί χωριστή από τόν άνθρωπο.

Τό πραχτικό συμπέρασμα πού πρέπει νά ξεσηκώσουμε είναι πώς οι αλήθειες αλλάζουνε καί ξετυλίγουνται, πώς κ' οι νόμοι τής φύσης (δικά μας επινοήματα κι αφτοί γιά δικούς μας σκοπούς) δέν είναι ασάλεφτοι μά πώς κι αφτοί ολοένα γίνουνται. Κι αφτό θά σταματήσει πολλών ίσως τή δογματική ορμή, καί θά εφκολύνει τό θεμέλιωμα κάποιου κριτικού δισταγμού, καί θά μάς βοηθήσει νά συνηθίσουμε τήν αντίληψη πώς κάθε γνώση είναι πρόσκαιρη καί διαβατική. Νά μήν ξεχνούμε ποτέ πώς όσο ξελαργάρει ο κοινός νούς από τήν επιστήμη άλλο τόσο μακραίνει κ' η επιστήμη από τήν κριτική φιλοσοφία.

1 Πρωτοτυπώθηκε στόν αρ.288 τού «Νουμά» 23−3−1908. Έκαμα μικρές αλλαγές.

2 Υπάρχει τώρα θεωρία πού εξηγεί τήν ξετυλιξιά μέ ξαφνικές ουσιαστικές μεταλλαγές (mutations) κι όχι μέ μικρές ξακολουθητικές αλλαξιές. Τέτοια είναι σήμερα η πιό πιθανή υπόθεση.

3 Προτείνω τίς ακόλουθες μεταφραστικές εξίσωσες. Variations=αλλαξιές, changements=αλλαγές, mutations=μεταλλαγές, variation aberrante=παραλλαγή, variabilité=αξιοσύνη.

4 Καλό παράδειγμα είναι το μάτι. Πῶς νά φανταστεί κανείς πώς μπορούσε νά ξετυλιχτεί τέτοια πολύπλοκη καί ψιλοδούλεφτη μηχανή μέ τυχερές ασυνάρτητες αλλαξιές; Τό παραμικρό παραστράτισμα τής παραλλαγής θά προξενούσε τήν τύφλα καί συνακόλουθα τό θάνατο.

5 Θά σημειώσω εδώ καί μιάν άλλη μου απορία. Ο κ. Σκληρός μάς ορίζει πώς η ξετυλιξιά έχει σιδερένιους νόμους καί πώς οδηγεί τήν κοινωνία από τή μοιραία στή λέφτερη κατάστασή της. Μά πῶς μπορούνε νά σταθούνε μαζί η σιδερένια ξετυλιξιά κ' η λέφτερη κοινωνία; Μήπως η ξετυλιξιά σταματά μόλις γίνει η κοινωνία λέφτερη ή μήπως ο όρος «λεφτεριά» δέν είναι ακριβολογία; Κι άν πάλι η λέφτερη κοινωνία είναι αφτή κάτι μοιρόγραφτο καί σιδερογεννημένο, γιατί νά χαλούμε τά κεφάλια μας μέ τόσες πολεμικές καί νά σκοτωνούμαστε στόν αγώνα τής ζωής; Δέν είναι καλίτερο νά σταβρώσουμε τά χέρια μας καί ν' αφίσουμε τούς περίφημους αφτούς νόμους τής ξετυλιξιάς νά μάς κάνουν ό,τι θένε; Κ' ίσως όλη μας η διαφορά εδώ νά είναι· γιατί εμείς πιστέβουμε πώς ο άνθρωπος είναι κι αφτός νόμος τής φύσης, πώς όσο η φύση ενεργεί απάνω του άλλο τόσο κι ο άνθρωπος ενεργεί πλάθοντας τη φύση. Τό ξέρουμε πώς αφτό δέν είναι ακόμα αποδειγμένο επιστημονικά, μά κάθε φιλοσοφία χρειάζεται κατά βάθος κάποια πίστη· κ' οι πιό σκληροί επιστήμονες σέ μιά πίστη κι αφτοί βασίζουνται, δηλαδή στόν κόσμο τόν αντικειμενικό.

6 Ο Μπέρκσον θεωρεί πώς τό υποσύνειδο ψυχόρμητο περισσότερο από τή συνειδητή διάνοια συγκεντρώνει τήν ξετυλιχτική θέληση.