ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Καμπάς, Νικόλαος

«Φιλολογική Έρις»

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΙΣ

Ἐν ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙᾼ 27 Δεκεμβρίου 1880.

Κωστῆ μου.

Πρὶν ἀναγνώσῃς τὴν ἐπιστολήν μου, τοὺς στίχους μου δηλαδὴ, ἀνάγνωσον τὴν Ἐπιθεώρησιν τοῦ 1880 ἐν τῷ Ἡμερολογίῳ τοῦ Μὴ Χάνεσαι. Ἴσως ὅμως δὲν ἔχεις πρόχειρον. Ἄκουσε λοιπὸν τί λέγει:

«… Κατὰ τὸ ἔτος μάλιστα τοῦτο τῆς στειρώσεως προχωρούσης καὶ τῆς φαντασίας παγωσάσης ἀνεφάνησαν τὰ παιδαρέλια, σχολὴ νέων ἐπιδεικνυόντων τὴν ἀξίαν των οὐχὶ εἰς τὸ ὕψος τῆς ἐμπνεύσεως, ἀλλ' εἰς τὸ μεμετρημένον ποσὸν τῶν στίχων, εἰς τὴν καλῶς τοποθέτησιν τῶν γραμμιδίων ἐν τοῖς τετραστίχοις, εἰς τὴν ἔτι καλλιτέραν τοποθέτησιν τῶν γραμμῶν κτλ.»

Καὶ κατωτέρω:

«… Χωρὶς οὔτε μὲ θυμάριον, κόψαντες αὐτὸ, ἐν ᾧ παρέρχεται ὁ φορτίον ὁλόκληρον φέρων ὄνος, νὰ στεφανώσωμεν τοὺς ποιητὰς τούτους, σταματῶμεν κτλ.»

Καὶ τώρα εἶμαι εἰς τὰς διαταγάς σου.

Ι

Καὶ εἶναι δὰ νὰ μὴ θρηνῇ ὁ ἄνθρωπος; Στιχίσκους
Βλέπεις παντοῦ· ἡ ποίησις μετρεῖται μὲ τὸν πῆχυν.
Ἀντὶ μεγάρων κτίζουσιν οἱ ποιηταὶ οἰκίσκους,
Καὶ τὴν ἐγκλείουν. Κλαύσατε τοῦ Παρνασσοῦ τὴν τύχην.
Ὅπως οἱ Ἕλληνες στενὰ κ' ἡ Μοῦσα ἐνεδύθη.
Ἡ φουστανέλλα −ὄνειρον! ἡ φλυαρία− μῦθοι!

Καὶ ἔπειτα σοῦ θέτουσιν οἱ κύριοι τελείας'
Καὶ κόμματα· κ' ἕως ἐδῶ ἄν ἐσταμάτουν μόνον;
Ἀλλὰ νὰ συλλογίζωνται περὶ ὀρθογραφίας
Κ' ἠ ἔμπνευσις νὰ γίνεται ὑποτελὴς τῶν τόνων!
Ποῦ ἄδειαι ποιητικαί; Ἄχ ποῦ; Τὴν ἐρωμένην
Τὶς ὀνομάζει σήμερον «Παρθένον πεφιλμένην

Οὔτε σταγὼν ἐμπνεύσεως! Τοῦ εὐσεβοῦς κ' ἐντίμου
Ἀντωνιάδου ἐντελῶς τὴν ἔπιον τὰ ἔπη.
−«Οἱ ποιηταὶ τῆς σήμερον δὲν εἶναι οὔτε θύμου
Κἄν ἄξιοι»−Φιλάργυρος ὁ ἄνθρωπος… πλὴν πρέπει
Τὰ γένειά του πρὸ παντὸς καθεὶς νὰ εὐλογήσῃ.
Ἡ κριτική του ἔπειτα ποῦ θέλεις νὰ βοσκήσῃ;

Τί λέγεις; Νὰ τὰς θραύσωμεν, Κωστῆ μου, τὰς γραφίδας;
Ἐγὼ τὸ ἀπεφάσισα· ἐμπρός! Ἄς μὴ προσμένῃ
Ἡ Λίνα μου τὰ ῥόδα της καὶ τὰς ξανθὰς πλεξίδας
Νὰ ψάλω πλέον. −Φίλε μου ἡ ἐκλογὴ σοὶ μένει:
χιλιάδας, ὡς ποτὲ ὁ Τσέτσος καὶ σὺ γράφεις
Ἤ ἄλλως… εἶσαι τίποτε… ἀπέθανες… ἐτάφης.

ΙΙ

Ὅταν τὴν νύκτα τῶν ὁδῶν καταμετρῇς τὰ πλάτη
Ἀσκόπως, ἔτυχε ποτὲ νὰ διαβῇ ἐγγὺς σου
Ὡραία κόρη; −Ἡ στιγμὴ ὑπῆρξε βραχυτάτη!−
Τὴν εἶδον, τὴν ἐμάντευσαν ἁπλῶς οἱ ὀφθαλμοί σου
Ὑπὸ τὸ φῶς ἑνὸς φανοῦ καὶ ἔπειτα ἐχάθη.
Καὶ ὅμως τῆς καρδίας σου μίαν στιγμὴν τὰ βάθη

Ἐσάλευσαν. Ἡ ἔμπνευσις ἰδού! Στιγμὴ βραχεῖα,
Ἀστὴρ διάττων, ἀστραπὴ εἰς τῆς ζωῆς τὰ νέφη.'
Ἡ Μοῦσα ἐκ τῶν οὐρανῶν κατέρχεται· ψιχία
Τῆς ἀμβροσίας μᾶς δωρεῖ καὶ πάλιν ἐπιστρέφει.
Βοῦς ὅλους εἰς τὴν τράπεζαν ἄς παραθέτουν ἄλλοι,
Μὲ ἕν ψυχίον τρέφεται ἡ ἀκανθὶς καὶ… ψάλλει!

Ἀνέγνωσες τὸν Ἄϊνε; Τί στιχαρίων θέρος!
Ἐπὶ σελίδων ἀληθῶς δὲν ἀνυψοῖ σελίδας.
Μικρὰ ᾀσμάτια, στιγμαὶ, ὡς ὁ ἐμπνεύσας ἔρως.
Αΐ τὰ λατρεύω!… Ἔβλεπον προχθὲς τὰς Πυραμίδας.
Τί γίγαντες! Μ' ἐτρόμαξαν. Ἀλλ' ὅμως ἐπὶ τέλους
Ἐγὼ προκρίνω τὸν μικρὸν Ἑρμῆν τοῦ Πραξιτέλους.

Δὲν καίω τὴν γραφίδα μου καὶ τοὺς τρελλούς μου ςτίχους.
Ἡ Κριτικὴ τοὺς θύμους της, Κωστῆ, ἄς τραγανίζῃ.
Στέφανον ἔχω τοὺς ξανθοὺς τῆς φίλης μου βοστρύχους
Καὶ… Τοῦ ταχυδρομείου πλὴν ἡ ὥρα προσεγγίζει,
Καὶ ἔπειτα σοῦ ἔγραψα παρὰ πολλά. Τί μοῖρα
Ἄν ἤρεσκον οἱ στίχοι μου τυχὸν εἰς τον Σπινθῆρα!

Νίκος

1881