Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χηρεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χηρεύω [xirévo] Ρ5.2α : 1.είμαι χήρος ή χήρα: Φοράει μαύρα από τότε που χήρεψε. 2. (για αξίωμα, υψηλή θέση) μένω κενός: Mετά το θάνατο του πατριάρχη χηρεύει ο πατριαρχικός θρόνος. Xηρεύει η θέση του προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου.

[αρχ. χηρεύω (για τη γυναίκα, ελνστ. και για τον άντρα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες