Parallel Search

Search

Go
Show

Results for: "χηρεύω"

2 λέξεις με 2 εμφανίσεις [1-2]

χήρεψε (1) [χηρεύω - V:J3s:Z2s]

P5926 P004 L006   …ου", μητέρα.| Στα τριάντα της που χήρεψε ξαναγύρισε στη δουλειά ως κυρία Χ…

χηρεύουν (1) [χηρεύω - V:P3p:D3p:T3p]

M2109 P003 L006   … και μήνες, καθώς στο δικαστήριο χηρεύουν αρκετές θέσεις, καθώς εξαιτίας τ…

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go