Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαβουρώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαβουρώνω [savuróno] Ρ1α μππ. σαβουρωμένος : 1. (ναυτ.) γεμίζω το πλοίο με σαβούρα. 2. (μτφ., λαϊκ.) τρώω πολύ, γεμίζω την κοιλιά μου: Σαβουρώσατε καλά χθες βράδυ!

[σαβούρ(α) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες