Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχόρταστος
1 εγγραφή
αχόρταστος, -η, -ο [axόrtastos] (& αχόρταγος)
  • ① insatiable, voracious, ravenous (syn αδηφάγος 1, ακόρεστος 1, ανεχόρταγος, απύτιαστος, λαίμαργος, ant χορτασμένος, χορτάτος):
    • αχόρταστη πείνα |
    • οι ρίζες του απλώθηκαν κάτω από το χώμα δυνατές κι αχόρταγες (Myriv) |
    • poem ακολουθούσανε, Oλέγ, το σκυθικό σου άτι | πάντα για αίμα αχόρταστοι, πάντ' απ' αυτό χορτάτοι (Palam)
  • ② unsated, unsatisfied, ungratified (syn ανικανοποίητος2 1, ant ικανοποιημένος):
    • αγαπητικό δεν έπιασα, ώσπου μαράθηκαν παράκαιρα τα σωθικά μου από την αχόρταστη φλόγα (Karagatsis) |
    • η εξύψωση του βιοτικού επίπεδου πολλαπλασιάζει τις ανάγκες των ατόμων, που μένουν αχόρταγες (Evelpidis)
  • ⓐ insatiable, unsatisfiable, ungratifiable, unquenchable (syn ακόρεστος 2, ανεχόρταγος, απρόφταστος 2, ασύφταστος):
    • αχόρταγος έρωτας, πόθος |
    • αχόρταστη δίψα, περιέργεια, φιλοδοξία |
    • αχόρταστο μίσος, πνεύμα |
    • αχόρταστη αναζήτηση του πλούτου |
    • αχόρταστη λαχτάρα για λευτεριά |
    • δεν ήμουνα ζώο ή πέτρα, παρά άνθρωπος με ζεστή σάρκα κι αχόρταστη ψυχή (Kazantz) |
    • ν' αντιμετωπισθούν οι αχόρταστες απαιτήσεις των κατακτητών (Vacalop) |
    • τη ζούσε [τη θάλασσα] μ' όλες τις αίσθησές του τεντωμένες με αδηφαγία, ακοίμητες και αχόρταστες (Myriv) |
    • αχόρταστη ανάγκη να βυθίζεται στην πολυτέλεια των σαλονιών (Papantoniou)
  • ③ insatiable, eager, avid, desirous (syn άπληστος2 2):
    • αχόρταγος αναγνώστης |
    • αχόρταστη έρευνα, προσοχή |
    • αχόρταστα μάτια |
    • στήσαμε αφτί αχόρταστοι ν' ακούσουμε (Myriv) |
    • όσο στενεύαν οι μέρες, τόσο οι άντρες του πληρώματος γίνονταν αχόρταστοι για τη γυναίκα (Venezis)
  • ④ avaricious, greedy, covetous (syn άπληστος2 1, αρπακτικός 1b):
    • folkt οι αχόρταγοι εμπόροι δεν τους δίνανε βερεσέ μήτε αλάτι μήτε αλεύρι |
    • γεννήθηκε ~ Pωμιός και τ' αστέρια μαζί να του δώσεις, πάλε δεν του φτάνουν (Psichari) |
    • να σώσει την πατρίδα του από τους αχόρταστους Σπαρτιάτες (ChZalokostas) |
    • αγάλι αγάλια το βιος μας περνούσε και πάλι σε κείνα τα χέρια τ' αχόρταστα (Panagiotop) |
    • ο Nαπολέοντας δεν ήταν διόλου ένας ~ κατακτητής (KMitropoulou)
  • ⑤ of which one cannot have enough, providing unceasing enjoyment or satisfaction:
    • αυτή η πλούσια .. εισβολή των γενναίων μοτίβων .. είναι ένα θέαμα αχόρταστο για την ψυχή (Myriv) |
    • poem στην ακριβή του θάλασσα ο ήλιος θα βουτήσει | και στέκω την αχόρταστη να καμαρώσω δύση (Palam)

[fr postmed, MG (αχόρταγος), ByzG αχόρταστος ← LK (Cyranides 7, 17, 1st or 2nd c. AD), K, cpd w. (CGL) χορταστός 'satiabilis' (: χορτάζω); cf der χορταστικός 'good for feeding' (Hesych. καπανικώτερα· ἀπό τῆς φάτνης, χορταστικώτερα κλ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες