Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχρύσωτος
1 εγγραφή
αχρύσωτος, -η, -ο [axrísotos]
  • not covered or tinged w. gold, not gilded (ant επιχρυσωμένος, χρυσωμένος, χρυσωτός):
    • αχρύσωτη κορνίζα |
    • αχρύσωτο βραχιόλι, ρολόι, στολίδι [fr kath αχρύσωτος ← PatrG (Cyrill. Alex) ← K 'not gilded' (Inscr. Délos BCH 4.98, 2nd c. BC), cpd w. χρυσωτός 'gilt' (Phalaecus

[3rd c. BC] ap. Athen. 10.440d; restored in IG 12 359.3): cf ἀνεπιχρύσωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες