Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αχορτάριαστος, -η, -ο [axortárjastos] (& αχορτάριαγος)
- not grass-covered, not grassy, not verdant, bare (syn αχλόιστος, ant χορταριασμένος):
- ~ κάμπος |
- ~ τάφος |
- ~ τόπος |
- αχορτάριαστο αμπέλι, χωράφι
[cpd w. *χορταριαστός (: χορταριάζω)]
- not grass-covered, not grassy, not verdant, bare (syn αχλόιστος, ant χορταριασμένος):