Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αφρόψαρο
1 item total
αφρόψαρο [afrόpsaro] το, ichth
  • fish that swims at or near the surface of the water:
    • άλλα τα γριγρί που βγαίνουνε για παλαμίδα, διαφορετικά κείνα που ψαρεύουνε αφρόψαρα, σα να λέμε σαρδέλες, κολιούς, σαφρίδια κλ (Bastias)

[fr MG *αφρόψαρον, cpd w. ψάριν; cf ασπρόψαρο, διχτό-, λασπό-, λιμνό-, πελαγό-, πετρό-, ποταμό-, τρατόψαρο etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go