Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφρο
88 εγγραφές [1 - 10]
αφρο- [afro] 1st me of cpds
  • ① of, by, or on the (sea) foam, e.g. αφρόδιχτο, αφροπαράγαδο, αφρόψαρο etc:
    • αφρόγιαλο, αφρόδροσο, αφροζωσμένος etc (αφροπηδώ, αφροστολίζω etc
  • ② soft and airy as foam, e.g. αφροκάρυδο, αφροκέρι, αφρομύγδαλο etc
  • ⓐ white as foam, e.g. αφροκέντητος, αφροκόκκινος, αφρόκρινο, αφρόλευκος etc

[der of αφρός]

αφροαμερικανικός, -ή, -ό [afroamerikanikós] (L)
  • of or pertaining to Americans of African descent, Afro-American (syn νέγρικος):
    • αφροαμερικανική λογοτεχνία

[fr Eng Afro-American]

Αφροασιάτες [afroasiátes] οι, (& Aφρασιάτες)
  • Africans and Asians (syn Aφρικανοασιάτες)

[cf Eng Afro-Asian]

αφροασιατικός, -ή, -ό [afroasiatikós] (L)
  • of or pertaining to Africans and Asians, Afro-Asian, Afro-Asiatic (syn αφρικανοασιατικός):
    • αφροασιατικές χώρες

[der of Aφροασιάτες]

αφροβολή [afrovolí] η,
  • foaming turbulence or agitation (syn in άφρισμα 1b):
    • [το κύμα] περνάει ορμητικά μουγκρίζοντας με άγρια ~(Terzakis) |
    • η τρομερή δύναμη που είναι το νερό συμπυκνώνεται σε κάθετη ρευστότητα και σε μια βουερή ~ (Karantonis)

[cpd of αφρο- & βολή; cf αστραποβολή, σπιθοβολή, φεγγοβολή, φλογοβολή etc]

αφροβολώ [afrovolό] αφροβολά,
  • oam turbulently or exceedingly (syn αφροκοπώ 1, αφρομανιάζω, αφρομανώ 1, near-syn αφρίζω A1):
    • από έναν μακρύτατο εξώστη, .. που αφροβολά κι ασημολάμπει και βράζει βροντερά, πέφτουν κάθετα σχεδόν οι όγκοι των νερών (Karantonis) |
    • poem από το παράθυρο κοιτάζω | τη θάλασσα που αφροβολά (Provelengios)

[cpd w. combin form -βολώ; cf δροσοβολώ, λιθο-, σπιθο-, σπινθηρο-, φεγγο-, φωτοβολώ etc]

αφρόγαλα [afrόγala] το, (& αφρόγαλο)
  • ① fatty part of milk that rises to the surface, cream, whipping cream (syn in ανθόγαλα):
    • χέρια λευκά σαν ~
  • ② fig the best or choicest part of sth, pick, cream (syn άνθος 2, αφρόκρεμα 2, αφρός 3b, κρέμα):
    • η σάλα γεμάτη από το ~του λεγόμενου καλού κόσμου (Palam) |
    • poem .. να χορτάσει θέλει | με της γης τ' ~ (Palam)

[fr LK (Galen) ἀφρόγαλα, 'frothed milk', cpd w. γάλα]

αφρογαλάζιος, -α, -ο [afroγalázjos] (also αφρογαλάζος -η, -ο & αφρογάλαζος, -η -ο)
  • foamy and blue:
    • ανοίγανε πάνου στη θάλασσα τρεις αφρογάλαζες κυματιστές κορδέλες (Vlami) |
    • poem .. ανέβαινε, κατέβαινεν ο νους του, | σα γλάρος σιωπηλός καθούμενος στο αφρογαλάζο κύμα (Kazantz Od 1.1378)

[cpd w. combin form αφρο- & γαλάζιος]

αφρογέννητη [afroyéniti] η, (L) lit
  • born in the sea-foam (syn αφρόπλαστη 1):
    • θάλασσα που πρόσφερε .. τη μεθυστική οπτασία της αναδυομένης, της αφρογέννητης Aφροδίτης (Panagiotop) |
    • poem νεράιδα είν' ~ κάθε Kυκλάδα (Palam) |
    • καλώς μας ήρθες, ~ του καραβιού γοργόνα (Kazantz Od 5.81)

[fr kath (Koumanoudis: 1897) αφρογέννητος, cpd w. combin form -γέννητος (: ανθρωπογέννητος, θεο-, ηλιογέννητος etc); partly different in origin but semantically equiv is AG ἀφρογενής (Orphica, Fr. 183:) Aφροδίτην ἀφρογενῆ) and ἀφρογένεια 'foam-born']

αφροδίκτυο [afro∂íktio] το, (L) fish.
  • floating gill net, surface net (syn αφρόδιχτο):
    • αλίευση ρεγγών με αφροδίκτυα γίνεται την άνοιξη

[fr kath (neol) αφροδίκτυον, cpd w. δίκτυον]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες