Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφράτος
1 εγγραφή
αφράτος, -η, -ο [afrátos]
  • ① foamy, frothy (syn αφρίζων, αφρισμένος 1, αφριστός 1, L αφρώδης 1):
    • αφράτη σαπουνάδα |
    • αφράτο κύμα |
    • μου 'παιρνε το κανάτι και το γιόμιζε αφράτο γάλα (Pasagiannis) |
    • το χέρι της ξεπρόβελνε .. χουφτιάζοντας την αφράτη ζύμη του σφουγγαριού (Koumantareas) |
    • poem της Aφρικής τη θάλασσα αγναντεύει | πάντα αφράτη και πάντα αγριωμένη (Solom)
  • ② light and soft, fluffy, airy:
    • αφράτη φραντζόλα |
    • αφράτο κουλούρι, πρόσφορο, ψωμί |
    • το κέικ σκεπασμένο με αλουμινόχαρτο διατηρείται ολόφρεσκο και αφράτο |
    • ήξεραν .. πού μπορείς να φας τους πιο αφράτους λουκουμάδες (Kazantz) |
    • σε ακριτικά τραγούδια το αφράτο παξιμάδι και το ψωμοτύρι σημειώνονται σα λαχταριστές τροφές (IPetrop)
  • ⓐ puffy, fluffy, soft, feathery (syn αφρωτός 1):
    • πώς της πήγαινε η αφράτη αυτή τουαλετίτσα! (Xenop) |
    • η πόρτα άνοιξε χωρίς θόρυβο πάνω στο αφράτο χαλί (Katsigra) |
    • έπεφτε στην άμμο, που δεχόταν αφράτη και φιλόξενη το σώμα του (Charis) |
    • μπαίνομε σε σύννεφα αφράτα, που τα σχίζουμε χωρίς δυσκολία (ChZalokostas)
  • ③ soft and white:
    • ο βάτραχος .. πάει καλλιά του με την αφράτη του κοιλίτσα στον αέρα (KPolitis) |
    • ήταν τόσο άσκημη στα νιάτα της· ούτε χρυσά μαλλιά είχε ούτε αφράτο δέρμα (GSaranti)
  • ⓑ soft, crumbly (syn αφρωτός 2, μαλακός):
    • αφράτη πέτρα |
    • αφράτο μάρμαρο |
    • αφράτο αμύγδαλο soft-shelled almond |
    • η γης εκεί ήτανε παχιά, αφράτη σα ζεστούτσικο σιταρόψωμο (Angeloglou) |
    • poem κι έβαζε ακόμα απάνω νιόσκαφτο, παχύ, πλατύ χωράφι, | με αφράτο χώμα κλ (Homer Il 18.542 Kaz-Kakr)
  • ④ full of sap, juicy, fresh (syn εύχυμος L, ζουμερός, ant ξερός, στεγνός):
    • αφράτο ξύλο |
    • πήρε στο στόμα του .. ένα κόκκινο μήλο, αφράτο, όλο ζουμιά (Myriv) |
    • poem .. νείρομαι | τα κιτρολέμονα του κήπου, τα στητά, | φέτα τη φέτα αφράτα κι αλαφρόξινα (Malakasis)
  • ⓒ having plump and juicy flesh, succulent (syn αφρωτός 3, τροφαντός):
    • ~κόρφος |
    • αφράτη γυναίκα |
    • αφράτο κορίτσι |
    • αφράτα στήθια, χέρια |
    • περιέγραφε την αφράτη ομορφιά των γυναικών του Aμβούργου (Melas) |
    • το όμορφο κεφάλι της .. βγαίνει σαν άνθος από την αφράτη τραχηλιά (Petsalis) |
    • poem .. το φουστανάκι της με χάρη ανεμίζει | και τ' άσπρα κρύφια κάλλη της τ' αφράτα φανερώνει (Karyotakis)

[fr MG αφράτος (Ptocholeon Z 180; etc) ← ByzG (Sophocles, 6th or 7th c. AD), der of αφρός w. suff -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες