Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφεντιά
1 εγγραφή
αφεντιά [afendjá] η,
  • ① nobility, distinction, eminence, grandness (syn αρχοντιά 1, near-syn αριστοκρατικότητα 1):
    • φτώχεια και ~ δεν κρύβουνται (Prevelakis) |
    • poem ξανοίγουν την Aκρόπολη τα μάτια των ανθρώπων | με μια εμορφάδα απάντεχη και μ' ~ περίσσια (Palam) |
    • ντυθείτε εσείς τ' αρχοντικά | φορέματα της αφεντιάς (Malakasis)
  • ② w. gen of pers pron (μου, σου, του etc) used as a pers-pron I, you, he etc (syn λόγου μου, near-syn η αρχοντιά σου, η ευγενία σου):
    • καλησπέρα της αφεντιάς σας (or στις αφεντιές σας) good evening to you (often used as an introductory formula in folkt) |
    • χρειαζόμαστε τούτη τη σκοτεινή ώρα γυναίκες σαν την ~ της (TAthanasiadis) |
    • οι ψαράδες .. μαρκάρουνε τη φωλιά της [γλώσσας], όπου η ~ της είναι χωμένη (Bastias) |
    • και συ όπως κι η ~ μου κάνουμε την ίδια δουλειά (Sardelis) |
    • έζησαν .. έξι ως οχτώ χιλιάδες χρόνια πριν από την ~ μας (Floros) |
    • folks. πάρε μ', αφέντη μ', πάρε με κοντά στην ~ σου (Theros)

[fr postmed & MG αφεντιά/αφεντία (Machaeras Chron. 1.320; in a doc. of 1594) changed fr K αὐθεντία (so in Eustathius, Opusc. 322.58); Tzetzes, epist. 24.22]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες