Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφαλκίδευτος
1 εγγραφή
αφαλκίδευτος, -η, -ο [afalcí∂eftos] (L)
  • not infringed or encroached on, not violated (near-syn ακαταπάτητος 1, απαραβίαστος 1, ant φαλκιδευμένος):
    • δεν υπάρχει καλύτερη προστασία για τους δημοκρατικούς θεσμούς από την πλήρη, ειλικρινή και αφαλκίδευτη εφαρμογή των

[fr kath (neol) αφαλκίδευτος, cpd w. *φαλκιδευτός (: φαλκιδεύομαι); cf φαλκίδευση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες