Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοσυναίσθηση [aftosinésθisi] η, (L)
- apprehension or sensation of one's own self or personality, self-awareness (near-syn αυτεπίγνωση, αυτοσυνείδηση):
- ταυτίζεται ψυχικά με το πρόσωπο που παίζει σε τέτοιο βαθμό, ώστε την ώρα της παράστασης χάνει την ~ (Papanoutsos) |
- οδηγεί με το παράδειγμά του το παιδί στην ~ και στην προσωπική ευθύνη (id.) |
- οι Θερμοπύλες .. είναι ο κόσμος που έχει φτάσει στην πιο ολοκληρωμένη του ~ (Panagiotop)
[fr kath (neol) αυτοσυναίσθησις, cpd w. (Aristotle +) συναίσθησις]
- apprehension or sensation of one's own self or personality, self-awareness (near-syn αυτεπίγνωση, αυτοσυνείδηση):