Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοσυναίσθηση
1 εγγραφή
αυτοσυναίσθηση [aftosinésθisi] η, (L)
  • apprehension or sensation of one's own self or personality, self-awareness (near-syn αυτεπίγνωση, αυτοσυνείδηση):
    • ταυτίζεται ψυχικά με το πρόσωπο που παίζει σε τέτοιο βαθμό, ώστε την ώρα της παράστασης χάνει την ~ (Papanoutsos) |
    • οδηγεί με το παράδειγμά του το παιδί στην ~ και στην προσωπική ευθύνη (id.) |
    • οι Θερμοπύλες .. είναι ο κόσμος που έχει φτάσει στην πιο ολοκληρωμένη του ~ (Panagiotop)

[fr kath (neol) αυτοσυναίσθησις, cpd w. (Aristotle +) συναίσθησις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες