Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοσατιρισμός [aftosatirizmós] ο, (L)
- satirizing of o.s., self-mockery (syn αυτοειρωνεία):
- ο Kαραγκιόζης .. μ' ένα πνεύμα αυτοσατιρισμού αγαπά να παρουσιάζεται δειλός, ανόητος ή ηθικός (Dimaras)
[cpd w. σατιρισμός]
- satirizing of o.s., self-mockery (syn αυτοειρωνεία):