Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκρατόρισσα
1 εγγραφή
αυτοκρατόρισσα [aftokratόrisa] η,
  • empress (syn L αυτοκράτειρα):
    • η ~ ευρίσκει τρυφερά λόγια, για να υμνήσει το μικρό σπιτάκι (Floros) |
    • φτάνει στην ακροθαλασσιά του παλατιού της η ~ με την ακολουθία της (Panagiotop) |
    • μου 'λεγε για το Bυζάντιο και για τις αυτοκρατόρισσές του (DOikonomidis) |
    • poem τη νίκη του νερού, τη δόξα του κυμάτου, | και την πλημμύρα ~ τη βλέπω (Palam)

[fr postmed, αυτοκρατόρισσα ← (CIG 8722; ByzG); cf μονοκρατόρισσα (Psellos), σεβαστοκρατόρισσα (Anna Comn.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες