Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτάξιος, -α, -ο [aftáksios] (L) philos
- having a (moral) value in one's own right, valuable for one's own sake, intrinsically valuable:
- αυτάξια εκπαίδευση |
- αυτάξια αγαθά |
- για τον γνήσιο .. φιλόσοφο η γνώση είναι αυτάξια επιδίωξη του πνεύματος (Papanoutsos) |
- χρειάζεται ο άνθρωπος να μελετάει τη λογική όχι σαν κάτι αυτάξιο, αλλά στη διακονία της ηθικής (Despotop, adapted)
[fr kath (neol) αυτάξιος, cpd w. άξιος]
- having a (moral) value in one's own right, valuable for one's own sake, intrinsically valuable: