Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατσιδισμός [atsi∂izmós] ο,
- shrewdness, artfulness, craftiness, cunning (syn ατσιδοσύνη, near-syn επιτηδειότητα, καπατσοσύνη, πονηριά):
- δεν είναι γνώρισμά τους .. η αστραπόβολη ευφυΐα, η βαθιά στοχαστικότητα, ο ~ (Karantonis) |
- με τον ατσιδισμό, που διακρίνει το ρωμαίικο, οι πέντε λέξεις, που ξέρουν από την ξένη γλώσσα, γίνονται πεντακισχίλιες (Palaiologos) |
- πώς να πέσουμε σε στίβους .. όπου δεν χωρά ~, ημιμάθεια, καταφερτζισμός, δαιμόνιο; (id.)
[der of ατσίδα w. suff -ισμός]
- shrewdness, artfulness, craftiness, cunning (syn ατσιδοσύνη, near-syn επιτηδειότητα, καπατσοσύνη, πονηριά):