Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατμοτελωνίδα [atmoteloní∂a] η, (L) obsol
- customs or coastguard steamboat, revenue cutter:
- τ' ακρογιάλια δεν έχουν τελωνοφυλάκους ούτε η θάλασσα ατμοτελωνίδες (Karkavitsas) |
- ένα μικρό βαποράκι, που το λέγαμε ~, .. γύριζε τις ακτές, μα νοιαζόταν προπαντός για λαθραία (Zappas)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμοτελωνίς, cpd w. τελωνίς (1897), calqued on Fr patache de douane]
- customs or coastguard steamboat, revenue cutter: