Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατλαντομεσογειακός
1 εγγραφή
ατλαντομεσογειακός, -ή, -ό [atlandomesoyakós] (L) anthrop
  • atlanto-mediterranean:
    • στους Δαλματούς επικρατεί το ατλαντομεσογειακό στοιχείο, αυτό που συναντάται και στη Βόρειο Ιταλία (Poulianos, adapted)

[cpd of combin form ατλαντο- (← ατλαντικός) & μεσογειακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες