Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατλαντομεσογειακός, -ή, -ό [atlandomesoyakós] (L) anthrop
- atlanto-mediterranean:
- στους Δαλματούς επικρατεί το ατλαντομεσογειακό στοιχείο, αυτό που συναντάται και στη Βόρειο Ιταλία (Poulianos, adapted)
[cpd of combin form ατλαντο- (← ατλαντικός) & μεσογειακός]
- atlanto-mediterranean: