Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατλαντισμός [atlandizmós] ο, (L) polit
- policy of the North Atlantic Treaty Organization (= NATO) alliance, atlanticism:
- να αναθεωρηθεί η πολιτική του ατλαντισμού, που ακολουθεί η κυβέρνηση |
- η μοναδική συμφέρουσα εθνική λύση είναι η απαγκίστρωση από τον ατλαντισμό
[fr Fr atlantisme]
- policy of the North Atlantic Treaty Organization (= NATO) alliance, atlanticism: