Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αταβικός, -ή, -ό [atavikós] (L)
- relating to an ancestral or primordial type or phase, atavistic (syn αταβιστικός, near-syn αρχέγονος 2b):
- αταβική επάνοδος biol throwback |
- οι κακόφωνες ψαλμωδίες .. γεννούν μια παράξενη, ίσως αταβική, γοητεία στις ανατολίτικες ψυχές μας (Karagatsis)
[fr kath (neol) αταβικός ← It atavico]
- relating to an ancestral or primordial type or phase, atavistic (syn αταβιστικός, near-syn αρχέγονος 2b):