Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασυνόριστος, -η, -ο [asinόristos]
- ① unlimited, unrestricted, boundless (syn απεριόριστος 1, ασύνορος 1):
- προσπαθήσαμε να στήσουμε σύνορο σε κάτι που είναι από τη φύση του ασυνόριστο (Panagiotop) |
- poem .. ακέρια η ασυνόριστη πεδιάδα ασπροβολούσε (Sikel)
- ② unconstrained, unrestrained, irrepressible, uncontrollable (near-syn αδέσμευτος 1, απεριόριστος 2, ασυγκράτητος2 2b):
- έκλαιγε ώρες πολλές .. σαν τύχαινε .. να την πικράνει κι αυτός με τον άθλιο, τον ασυνόριστο χαραχτήρα του (Panagiotop) |
- poem δε θ' αναζώ, ~
- ③ measureless, excessive, immense, extreme (syn άμετρος Α1, απεριόριστος 3, ασύνορος 2):
- ~ |
- βιος ασυνόριστο ήταν συμαζωμένο σε κείνη την πολιτεία (Panagiotop)
[cpd w. *συνοριστός, der of συνορίζω 'be conterminous with' (Diod. S. 14.44; 17.4); cf συνοριακός, συνορικός, συνορίτης]
- ① unlimited, unrestricted, boundless (syn απεριόριστος 1, ασύνορος 1):