Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασυντρόφιαστος, -η, -ο [asindrόfjastos]
- companionless, unaccompanied, solitary, alone (syn in ασυντρόφευτος2, ant συντροφιασμένος, συντροφιαστός, συντροφικός) ασυντρόφιαστη λύπη, ψυχή:
- ασυντρόφιαστο αγρίμι, δέντρο, παιδί |
- δουλεύει, μένει, παίζει, πεθαίνει ~ |
- πιστεύει αλληλένδετα ψυχή και σώμα, με την αδυναμία να στοχαστεί το ένα στοιχείο ασυντρόφιαστο από το άλλο (Palam) |
- αυτή μονάχη, ασυντρόφιαστη, στεκόταν κάτω από τον ουρανό με τα κλωνιά της σταχτιά (Myriv) |
- σε λίγα χρόνια .. δε θα 'χει απομείνει τίποτε για μας, μόνο κάποιος ~ |
- πώς βάστηξε να φτάσει από κοπελίτσα ίσαμε τούτα τα μαραζωμένα γερατειά της ασυντρόφιαστη κι αγέλαστη; (Plaskovitis) |
- poem .. o καρτερόψυχος να στρέψει πια Oδυσσέας | πίσω στο σπίτι του, ~
[fr postmed (Somavera) ασυντρόφιαστος, cpd w. *συντροφιαστός (: συντροφιάζω)]
- companionless, unaccompanied, solitary, alone (syn in ασυντρόφευτος2, ant συντροφιασμένος, συντροφιαστός, συντροφικός) ασυντρόφιαστη λύπη, ψυχή: