Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασυντήρητος, -η, -ο [asindíritos] (L)
- ① unpreserved, unmaintained (syn αδιατήρητος 2, ant συντηρημένος):
- ασυντήρητα σπίτια, τρόφιμα |
- αν ήταν χειμώνας, οι βάρκες κρατούσαν το πράμα για την επόμενη μέρα, έστω και ασυντήρητο (Zappas)
- ② lacking support or sustenance, unmaintained, unsupported (near-syn αβοήθητος, αστήριχτος2 1b, ατήραχτος 2):
- ασυντήρητη οικογένεια, χήρα |
- ασυντήρητα ορφανά |
- άφησαν το γέρο πατέρα τους ασυντήρητο
[fr kath ασυντήρητος ← MG (12th c.), cpd w. *συντηρητός (: συντηρώ) whose der is συντηρητ-ικός; cf (Galen) συντηρητέον & kath συντηρητέος]
- ① unpreserved, unmaintained (syn αδιατήρητος 2, ant συντηρημένος):