Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασυνειδήτως [asini∂ítos] adv (L) rare
- unconsciously, unwittingly, automatically (syn in ασυναίσθητα):
- ~ |
- όλοι αυτοί ~, ακολουθώντας το κοινό γλωσσικό αίσθημα, μάλλον προς τις παραπάνω υποδείξεις του Xατζιδάκι συμμορφώνονται (Tzartzanos)
[fr kath ασυνειδήτως ← postmed (Somavera) ← PatrG, K (also pap) ἀσυνειδήτως, der of ἀσυνείδητος]
- unconsciously, unwittingly, automatically (syn in ασυναίσθητα):