Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυμβολικός
1 εγγραφή
ασυμβολικός, -ή, -ό [asimvolikós] (L)
  • using or involving no symbols, non-symbolic, asymbolic (ant συμβολικός):
    • δεν μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η σύγχρονη τέχνη είναι ασυμβολική (Michelis)

[neol, cpd w. συμβολικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες