Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασυμβολικός, -ή, -ό [asimvolikós] (L)
- using or involving no symbols, non-symbolic, asymbolic (ant συμβολικός):
- δεν μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η σύγχρονη τέχνη είναι ασυμβολική (Michelis)
[neol, cpd w. συμβολικός]
- using or involving no symbols, non-symbolic, asymbolic (ant συμβολικός):