Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστρικός, -ή (& Kazantz -ιά), -ό [astrikós] (L)
- ① stellar, sidereal, starry, astral (syn αστέρινος 1):
- αστρικοί θεοί |
- αστρική αποικία, γοητεία, περιπλάνηση |
- αστρικό διάστημα |
- αστρικό σώμα mystical, invisible cover of the soul |
- η αστρική σκόνη μετεωρίζεται στο διάστημα |
- astrol δέχεστε δυνατές αστρικές επιδράσεις τις τελευταίες μέρες του Oκτωβρίου |
- προβλέπουμε να κατακτήσουμε μια αστρική γειτονιά, όπου η γη δεν θα παίζει πια τον κύριο ρόλο (Panagiotop) |
- ο ήλιος είναι το κέντρο του αστρικού μας συστήματος (Papatsonis) |
- ποια είναι αυτή η μυστηριακή ενέργεια, η αστρική, η παντοδύναμη, που απορρέει από μια τόσο μικροσκοπική εστία; (Chatzinis) |
- poem .. τους ξάστερους πάντοτε ουρανούς μου | κάθε λογής κόσμοι αστρικοί πλουμίζουν (Palam) |
- .. μπασιά σπηλιάς στην αστρικιά φεγγοβολή ξεκρίνει (Kazantz Od 14.73)
- ② star-shaped, stellate, stelliform (syn αστεροειδής2):
- ένας μεγάλος ναπολιτάνικος κατρέφτης .. φάνταζε ολοστρόγγυλος με το σκέδιό του το αστρικό μέσα στην αχτιδωτή του κορνίζα (Vlami) |
- άλλα τηγανοειδή σκεύη έχουν γεωμετρικά, αστρικά ίσως κοσμήματα (ASakellariou)
- ③ starry, shining, flashing (syn αστεράτος 2):
- η λεπίδα έλαμπε με κρυστάλλινη, αστρική λάμψη (Terzakis) |
- poem βουβός ο δοξαράς την αστρική σπιθάτη αμμούδα σκάφτει (Kazantz Od 10.1257)
[fr kath αστρικός ← MG (12th c.) ← K (also pap)]
- ① stellar, sidereal, starry, astral (syn αστέρινος 1):



