Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστραχάνικος
1 εγγραφή
αστραχάνικος, -η, -ο [astraxánikos]
  • οf or pertaining to Astrakhan:
    • ο κόμης, που γευόταν το αστραχάνικο χαβιάρι, δεν ευκαίρησε ν' απαντήσει (TAthanasiadis)

[der of Aστραχάν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες