Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστραπιαίως
1 εγγραφή
αστραπιαίως [astrapiéos] adv (L)
  • like lightning, (as quick as) lightning, in a flash, in a jiffy, instantaneously (syn αστραπή 3):
    • διαδόθηκε ~it spread like wildfire |
    • ~ αδειάζουν τα κατάφορτα πανεράκια τους (Athanasiadis-N) |
    • ~ .. ένα πελώριο ρύγχος θα φανεί και θα ρουφήξει την πάπια (Potamianos)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αστραπιαίως, der of αστραπιαίος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες