Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστακογαρίδα
1 εγγραφή
αστακογαρίδα [astakoγarí∂a] η, fish.
  • vernacular name of the species Penaeus caramota, shrimp (syn γάμπαρη)

[cpd of αστακός & γαρίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες