Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασπρορουχού [asproruxú] η,
- ① seamstress of linen or whites:
- δεν τους έφτανε το ημερομίσθιο της μοδιστρούλας ή της ασπρορουχούς (Xenop) |
- βαστούσε στη ράχη της το στεντούκι με τα νυχτικά και τις καμιζόλες .., όλα βγαλμένα από χέρι πιδέξιο ασπρορουχούς (Vlami)
- ② thief of laundry hung to dry
[der of ασπρόρουχο w. suff -ού]
- ① seamstress of linen or whites: