Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπρορουχάς
1 εγγραφή
ασπρορουχάς [asproruxás] ο, rare
  • manufacturer or seller of linen or whites:
    • 'μωρέ, σαν πολλά είναι', έκαμε τάχα στ' αστεία ο ~(Xenop)

[der of ασπρόρουχο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες