Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασπρορουχάς [asproruxás] ο, rare
- manufacturer or seller of linen or whites:
- 'μωρέ, σαν πολλά είναι', έκαμε τάχα στ' αστεία ο ~(Xenop)
[der of ασπρόρουχο]
- manufacturer or seller of linen or whites: