Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασπροκιτρινίζω [asprocitrinízo] ipf ασπροκιτρίνιζα, aor ασπροκιτρίνισα
- ① trans make yellow-and-white, make yellowish:
- το χλώριο ασπροκιτρίνισε τη μπλούζα
- ② intr turn (pale) yellow, appear or become pale (near-syn χλωμιάζω):
- ασπροκιτρίνισε από το φόβο της |
- ασπροκιτρίνιζαν από την αναλαμπή που έβγανε το χρυσάφι (Polylas)
[der of ασπροκίτρινος]
- ① trans make yellow-and-white, make yellowish: