Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπιρίνη
1 εγγραφή
ασπιρίνη [aspiríni] η, (L) pharm
  • ① acetylsalicylic acid, aspirin
  • ② aspirin tablet:
    • της έφερνα παγωμένο νερό .., για να παίρνει τις ασπιρίνες της (Glezos)

[fr kath ασπιρίνη ← Germ Aspirin]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες