Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασπατάλητος
1 εγγραφή
ασπατάλητος, -η, -ο [aspatálitos] s. ασπατάλευτος

[cpd w. *σπαταλητός (: σπαταλώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες