Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασκότωτος, -η, -ο [askόtotos]
- unkilled (syn αφόνευτος L, ant νεκρός, σκοτωμένος):
- λίγοι μείναν ασκότωτοι |
- πολλοί πήγαν σκοτωτοί, και μερικοί έμειναν ασκότωτοι |
- δεν άφησαν ούτε μια πάπια ασκότωτη
[fr MG ασκότωτος 'undarkened' ← 'not killed', this cpd w. σκοτωτός (as in ModG)]
- unkilled (syn αφόνευτος L, ant νεκρός, σκοτωμένος):