Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκότωτος
1 εγγραφή
ασκότωτος, -η, -ο [askόtotos]
  • unkilled (syn αφόνευτος L, ant νεκρός, σκοτωμένος):
    • λίγοι μείναν ασκότωτοι |
    • πολλοί πήγαν σκοτωτοί, και μερικοί έμειναν ασκότωτοι |
    • δεν άφησαν ούτε μια πάπια ασκότωτη

[fr MG ασκότωτος 'undarkened' ← 'not killed', this cpd w. σκοτωτός (as in ModG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες